Η αντίθεση των πρόσφατων φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων του εισοδήματος των αυταπασχολούμενων και, ιδίως, των δικηγόρων, στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ
1. Η ένταξη των αυταποασχολούμενων και των μισθωτών στον ΕΦΚΑ αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι οι δυο αυτές κατηγορίες τελούν υπό εντελώς διαφορετικές (πραγματικές και νομικές) συνθήκες σε ότι αφορά: α) την πηγή του εισοδήματος β) το εισόδημα που βαρύνεται με τις εισφορές γ) τους υπόχρεους και το βάρος πληρωμής των εισφορών και δ) το βάρος της ευθύνης λόγω μη πληρωμής των εισφορών.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι τελούν υπό διαφορετικές (νομικές) συνθήκες με τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα και, ως εκ τούτου, είναι αντισυνταγματική η ένταξή τους στον ΕΦΚΑ. Κατά μείζονα λόγο (a fortiori) είναι αντισυνταγματική και η εξομοίωση των αυταπασχολούμενων με τους μισθωτούς, που επέρχεται με την ένταξή τους στον ΕΦΚΑ.
2. Η σωρευτική φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση του εισοδήματος των αυταπασχολούμενων και, ιδίως, των Δικηγόρων, στην πραγματικότητα αποτελεί δήμευση του καθαρού εισοδήματος τους.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗΝ ΔΗΜΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ :
Η κατάργηση του αφορολογήτου ορίου, οι υπέρογκοι συντελεστές φορολόγησης και εισφοροεπιβάρυνσης, το τέλος επιτηδεύματος, η προκαταβολή φόρου για το επόμενο έτος, η εισφορά αλληλεγγύης, η επιβολή ασφαλιστικών εισφορών φορολογικού χαρακτήρα και η κατάργηση της εξαίρεσης των δικηγόρων από την υπαγωγή τους σε καθεστώς ΦΠΑ, σε συνδυασμό σωρευτικά:
α) με την πολλαπλή, πλασματική και δημευτική φορολόγηση της κατοχής (ακόμη και απρόσοδης) ακίνητης περιουσίας (ΕΕΤΗΔΕ, ΦΑΠ, Φ.Μ.Α.Π. και ήδη ΕΝΦΙΑ) , την πολλαπλή, πλασματική και δημευτική φορολόγηση της κατοχής και χρήσης ΕΑΙ.Χ. (έκτακτη εισφορά στις αντικειμενικές δαπάνες συντήρησης ΕΑΙ.Χ. άνω των 1929 cc και ήδη φόρος πολυτελείας, τέλη κυκλοφορίας, διόδια, φορολογία καυσίμων κ.λ.π.), τον πλασματικό (πολλαπλό) προσδιορισμό του εισοδήματος («τεκμήρια», αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας, απόρριψη δαπανών και προσαύξηση του εισοδήματος, μείωση του αδιάθετου υπολοίπου με πλασματικές δαπάνες, εξωλογιστικός προσδιορισμός κλπ), την έμμεση φορολογία και τις έμμεσες επιβαρύνσεις του εισοδήματος, την αναδρομική (άμεση και έμμεση) φορολόγηση, την κατ’ αποκοπή επιβολή προστίμων και προσαυξήσεων, β) την πολλαπλή, αναδρομική και πλασματική ποινικοποίηση των φορολογικών εν γένει διαφορών και γ) τους απαγορευτικούς/αποτρεπτικούς φραγμούς και περιορισμούς του δικαιώματος παροχής αποτελεσματικής, ορθής, δίκαιης και έγκαιρης δικαστικής (προσωρινής, οριστικής, ένδικα μέσα και αναγκαστική εκτέλεση) προστασίας, που (αντανακλαστικά) απαγορεύουν στους δικηγόρους την απόκτηση (έστω και του υπό δήμευση) εισοδήματος, καθιστούν (de facto) απαγορευτική την άσκηση του λειτουργήματος.
Όλα τα παραπάνω παραβιάζουν το δικαίωμα στην περιουσία (Αρ. 17 Σ) , τον σεβασμό του ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης (Αρ. 21 & 22 Σ) , το δικαίωμα της συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας (οικονομική / επαγγελματική ελευθερία) (ΑΡ. 5 Παρ.1 Σ) , το δικαίωμα αξιοπρεπούς άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, το δικαίωμα σε δίκαιη και αξιοπρεπή αμοιβή, καθώς και πλειάδα διατάξεων της ΕΣΔΑ .
3. Η έλλειψη αναλογιστικής μελέτης (συντεταγμένης ή εγκεκριμένης) από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή για τη βιωσιμότητα της επιχειρούμενης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης αντίκειται στο Σύνταγμα, σύμφωνα με την πάγια πλέον νομολογία του ΣτΕ (στη Βουλή κατατέθηκαν μόνο «αναλογιστικές προβολές» και μελέτες/εκθέσεις υπηρεσιακών παραγόντων, που σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν αναλογιστικές μελέτες).