• Bginternal

    Δημοσιεύσεις

ΣτΕ 2192/2014: Αναδρομικές μειώσεις συντάξεων στρατιωτικών (σχόλιο)

Αναδημοσιεύουμε από τον ιστότοπο www.constitutionalism.gr άρθρο της συναδέλφου Χριστίνας Μ. Ακριβοπούλου σχετικά με την αντισυνταγματικότητα των αναδρομικών μειώσεων των συντάξεων των στρατιωτικών.

«Με την απόφαση 2192/2014 το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε την αναδρομική μείωση συντάξεων στρατιωτικών η οποία επιβλήθηκε με το Ν. 4093/2012 σε ακολουθία αντίστοιχων μειώσεων που επιβλήθηκαν στις αποδοχές των μελών των ενόπλων δυνάμεων,ως αντίθετη: α. στον ειδικό ρόλο των ενόπλων δυνάμεων και της αποστολής τους για την προστασία της εθνικής ασφάλειας της χώρας, όπως προκύπτει από την κείμενη νομοθεσία (ν.δ. 1400/1973, π.δ. 130/1984) αλλά και από σειρά συνταγματικών διατάξεων (άρθρα 45,  23 παρ. 2, 29 παρ. 3 Σ) και β. στην αρχή της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών (άρθρο 4 παρ. 5) η οποία παραβιάζεται από τη συνεχή μείωση μισθολογικών δικαιωμάτων συγκεκριμένων κατηγοριών πολιτών, όπως εν προκειμένω οι στρατιωτικοί  και τα μέλη των σωμάτων ασφαλείας οι οποίοι είναι μισθοδοτούμενοι από το δημόσιο έναντι άλλων κατηγοριών, όπως οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα και οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Το Συμβούλιο της Επικρατείας απεφάνθη,με την απόφαση αυτή επί αιτήσεως ακυρώσεως η οποία κατατέτεθηκε από Ενώσεις Αποστράτων Αξιωματικών κατά της Υπουργικής Αποφάσεως 2/83408/0022/14.11.2012 με την οποία ζητούνταν η ‘Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων στους απόστρατους στρατιωτικούς των ενόπλων δυνάμεων, που προέκυψαν από την αναδρομική μείωση των αποδοχών των ενεργεία στρατιωτικών …’.

Η αναδρομική αυτή μείωση έλαβε χώρα στο πλαίσιο της εφαρμογής του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Memorandum of Economic and Financial Policies), του πρώτου εκ των τριών που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο ΙΙ (Ν. 2046/2012). Στη βάση του εν λόγω Μνημονίου,ο έλληνας νομοθέτης προέβη στην αναδρομική μείωση των αποδοχών των εν ενεργεία στρατιωτικών η οποία είχε ως συνέπεια την αναδρομική μείωση των συντάξεων των απόστρατων αξιωματικών ως ‘αχρεωστήτως καταβληθέντων’ που υπολογίζεται σε ποσοστό 12% των συνολικών τους αποδοχών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μειώσεις είχαν επιβληθεί στα μέλη των ενόπλων δυνάμεων δυνάμει των Ν. 3833/2010, 3845/2010, 3986/2011, 4093/2012 και αντίστοιχα επί των αποστρατευμένων μελών τους με τους Ν. 3847/2010, 3863/2010, 3865/2010, 3986/2011, 4024/2011 και 4051/2012.

Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείαςστην απόφασή του προέβαλε τα ακόλουθα επιχειρήματα κατά της επιβολής των εν λόγω περικοπών. Πρώτον, εξέτασε τη συνταγματική θεμελίωση της αποστολής των ενόπλων δυνάμεων την οποία εντοπίζει στα άρθρα 45 Σ,όπου ορίζεται η αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας ως Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων, 23 παρ. 2 Σόπου και περιορίζεται το δικαίωμα απεργίας για όσους υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας και 29 παρ. 3 Σ, όπου και απαγορεύονται οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος σε όσους υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις. Δεύτερον, το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέτασε τον ‘ιδιαίτερο’ ρόλο και αποστολή των ενόπλων δυνάμεων όπως αυτός προκύπτει από τους σκοπούς που υπηρετεί και από το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο προκειμένου να θεμελιώσει την αρχή της αναγκαιότητας ‘ειδικής μισθολογικής μεταχείρισης’ των μελών τους (Σκέψη 12). Ειδικότερα, διατύπωσε την άποψη ότι η ειδική μισθολογική μεταχείριση των μελών των ενόπλων δυνάμεων συνιστά θεσμική εγγύηση της ειδικής ανατειθέμενης αποστολής τους και της ειδικής της φύσης η οποία χαρακτηρίζεται από αυστηρή ιεραρχική δομή, σχέσεις εξουσίασης, περιορισμούς στην απόλαυση ατομικών δικαιωμάτων, ετοιμότητας και επικινδυνότητας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Από τη σκοπιά αυτή, όπως υπογραμμίζει το Συμβούλιο της Επικρατείας συνιστά θεσμική εγγύηση διότι ‘… εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας μέσω της ενισχύσεως του ηθικού των στελεχών τους, αλλά και δικαίωμα των στρατιωτικών, λόγω των συνταγματικών απαγορεύσεων και περιορισμών, στους οποίους υπόκεινται και της επικινδυνότητας των καθηκόντων τους’ (Σκέψη 12). Στο ίδιο πλαίσιο, το Συμβούλιο της Επικρατείας υπογράμμισε ότι ως εκ της αποστολής τους οι ένοπλες δυνάμεις ασκούν αρμοδιότητες οι οποίες συνάπτονται με τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας (Σκέψη 12).

Τέλος, σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας, παρά το το γεγονός ότι σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή εκπλήρωσης του χρέους κοινωνικής αλληλεγγύης (25 παρ. 4 Σ) είναι δυνατόν να δικαιολογήσουν την επιβολή των εν λόγω περικοπών, η συνεχής μείωση των μισθολογικών δικαιωμάτων συγκεκριμένων κατηγοριών πολιτών (όπως εν προκειμένω τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων) οι οποίοι είναι μισθοδοτούμενοι από το δημόσιο έναντι άλλων κατηγοριών (όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες) πλήττει την αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη, ενώ θα πρέπει να οριοθετείται από τις αρχές τις αναλογικότητας και την ανάγκη σεβασμού της αρχής της αξιοπρέπειας (Σκέψη 19). Στο ίδιο πλαίσιο, το Συμβούλιο της Επικρατείας επεσήμανε ότι οι εν λόγω περικοπές δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθούν ούτε στο κατά άρθρο 25 παρ. 4 Σ χρέος κοινωνικής αλληλεγγύης, αφού δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε ως τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, ούτε στη μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ύφεση ή στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων (Σκέψη 21). Παράλληλα, όπως το Συμβούλιο της Επικρατείας υπογραμμίζει στην απόφασή του, οι επίμαχες περικοπές δεν δικαιολογούνται ούτε από ειδικές εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις που θα επέφεραν στη λειτουργία των ενόπλων δυνάμεων αλλά ούτε και αιτιολογούνται από το αναμενόμενο δημοσιονομικό όφελος που θα προκύψει από την επιβολή τους, ενώ δεν προτείνονται ισοδύναμα μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να έχουν δυνάμει μικρότερο κόστος για το εν ενεργεία και κατά συνέπεια αποστρατευμένο προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων.

            Επί της αποφάσεως εισέφεραν ειδικότερες γνώμες μέλη του Δικαστηρίου. Έτσι, ο Σύμβουλος Η. Τσακόπουλος υποστήριξε την άποψη ότι οι επίμαχες περικοπές είναι τέτοιας φύσεως και εκτάσεως που προϋποθέτουν αφενός την εκτίμηση του οφέλους τους σε σχέση με τις επιπτώσεις που είναι δυνατόν να έχουν για τη λειτουργία των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας καθώς και την ανάγκη εκτίμησης της αναγκαιότητας τους έναντι της υιοθέτησης άλλων μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος. Στο πλαίσιο αυτό, ο Σύμβουλος Η. Τσακόπουλος επεσήμανε την ανάγκη την ανάγκη εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας και την υπαγωγή των επίμαχων περικοπών σε αυστηρό έλεγχο αναγκαιότητας και υπολογισμού κόστους-οφέλους (Σκέψη 22). Τέλος, τρεις Σύμβουλοι (Μ. Βηλαράς,  Π. Καρλή και Η. Τσακόπουλος) υιοθέτησαν την άποψη ότι παρά το γεγονός πως η κείμενη νομοθεσία δεν προβλέπει τη δυνατότητα περιορισμού των αποτελεσμάτων των ακυρωτικών αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων, εν τούτοις η δυνατότητα αυτή δεν απαγορεύεται από ρητές συνταγματικές διατάξεις ούτε όμως και αποκλείεται από την συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι τρεις Σύμβουλοι διατύπωσαν την άποψη ότι η εξυπηρέτηση εξαιρετικού δημοσίου συμφέροντος και ειδικότερα η ανάγκη μη ανατροπής του υπό εκτέλεση προϋπολογισμού του 2014 και ενδεχομένως και των προγενέστερων προϋπολογισμών 2012-2013 θα μπορούσε να οδηγήσει στη μετάθεση των αποτελεσμάτων στην αρχή του επόμενου από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας έτους (2015), παρέχοντας έτσι στην εκτελεστική λειτουργία το μεταβατικό εκείνο διάστημα αναγκαίο για τη λήψη άλλων μέτρων ισοδύναμου δημοσιονομικού αποτελέσματος.

Επί των σκέψεων της απόφασης είναι δυνατόν να διατυπωθούν οι ακόλουθες συνοπτικές παρατηρήσεις.

1. Ενδιαφέρουσες είναι οι σκέψεις που διατυπώνει το Συμβούλιο της Επικρατείας αναφορικά με τον ‘ιδιαίτερο’ ρόλο και αποστολή των ενόπλων δυνάμεων, καθώς και με τον ‘ιδιαίτερο’ χαρακτήρα και φύση των καθηκόντων τους: αυστηρή ιεραρχική δομή εντός των ενόπλων δυνάμεων, σχέσεις αυστηρής εξουσίασης και πειθαρχίας μεταξύ των μελών του, περιορισμοί ατομικών τους δικαιωμάτων (πχ. απεργία, συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα). Ωστόσο, κριτικές σκέψεις είναι δυνατόν να διατυπωθούν όσον αφορά τη συνταγματική θεμελίωση της αποστολής των ενόπλων δυνάμεων, όπως επιχειρείται από το Συμβούλιο της Επικρατείας με άξονα τα άρθρα 45 (αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων από τον Προεδρο της Δημοκρατίας), 23 παρ. 2 Σ όπου και περιορίζεται το δικαίωμα απεργίας για όσους υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας και 29 παρ. 3 Σ, όπου και απαγορεύονται οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος σε όσους υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις.

Θα πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η μεν πρώτη εκ των διατάξεων αναφέρεται σε μια εκ των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας χωρίς να εστιάζει στο ρόλο ή την αποστολή των ενόπλων δυνάμεων, ενώ οι δυο τελευταίες αναφέρονται σε περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας που στόχο έχουν να εγγυηθούν την πολιτική τους ουδετερότητα, τη διάκρισή τους από την πολιτική εξουσία αλλά και την επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής προστασίας του δημοσίου συμφέροντος. Έτσι, η μεν απαγόρευση απεργίας στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας παραπέμπει στην ανάγκη τα σώματα αυτά να παραμένουν σε διαρκή ετοιμότητα προκειμένου να υπηρετούνται σκοποί εθνικής και δημόσιας ασφάλειας και με την έννοια αυτή αναφέρεται περισσότερο στις υποχρεώσεις και λιγότερο στη φύση του έργου τους. Αντίστοιχα, η αρχή της πολιτικής ουδετερότητας των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας επιχειρεί να διασφαλίσει την ίση μεταχείρισητων διοικούμενων αλλά και τις αποστάσεις που τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας θα πρέπει να τηρούν από την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει λοιπόν να σημειωθεί ότι οι αναφορές αυτές δεν συνιστούν τη συνταγματική θεμελίωση της ‘ιδιαίτερης’ αποστολής η ρόλου των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, η οποία ωστόσο σαφώς προκύπτει από την κείμενη νομοθεσία, αλλά αντίθετα κατατείνουν προς την οριοθέτησή της.

2. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η ένταξη από το Συμβούλιο της Επικρατείας των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας στον στενό ‘πυρήνα’ της άσκησης της κρατικής εξουσίας. Όπως προκύπτει από την ανάγνωση του σκεπτικού της απόφασης, η ένταξη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας στον στενό ‘πυρήνα’ της άσκησης της κρατικής εξουσίας στηρίζεται πρωτίστως στο δημόσιο, μη ιδιωτικοποιήσιμο χαρακτήρα τους εξ αιτίας της άσκησης από την πλευρά τους σημαντικών δημόσιων σκοπών κρίσιμων για την προστασία της κρατικής κυριαρχίας. Ωστόσο, η έννοια του πυρήνα, εμβάλει και μια ουσιαστική ιεράρχηση αναφορικά με την σημασία των ασκούμενων από την κρατική εξουσία δημόσιων πολιτικών, η οποία φαίνεται να τοποθετεί στο επίκεντρό τους κατά προτεραιότητα τις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμιστεί ότι η δυνατότητα της πολιτικής εξουσίας να προβαίνει σε ιεραρχήσεις μεταξύ των δημόσιων σκοπών και των δημόσιων πολιτικών συνιστά αποκλειστική της αρμοδιότητα και πολιτική ευθύνη για την οποία ελέγχεται κοινοβουλευτικά όχι όμως και δικαστικά.

Πράγματι, ηδικαστική προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων εμβάλλεται από μια εγγενή απροσδιοριστία, πολυσυζητημένη στη νομική θεωρία, η οποία οφείλεται στον οικονομικό και πρωτίστως πολιτικό τους χαρακτήρα. Έτσι, τα κοινωνικά δικαιώματα θεωρούνται δικαιώματα που έχουν ‘λιποβαρή’ χαρακτήρα και δεν ιδρύουν τουλάχιστον καταρχήν αγώγιμες αξιώσεις. Αυτό συμβαίνει διότι η υλοποίηση και η πρακτική απόλαυσή τους εξαρτάται από την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική κάθε εθνικού κράτους ανάλογα με τους δημόσιους πόρους που διαθέτει και των οποίων η κατανομή μεταξύ των ανταγωνιζόμενων για την κατοχή τους κοινωνικών ομάδων συνιστά αρμοδιότητα της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας. Με την έννοια αυτή, κρίσιμη για την υλοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν είναι μόνο η διαθεσιμότητα των δημοσίων πόρων ενός εθνικού αλλά και η πολιτική κατανομή τους μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων οι οποίες επιδιώκουν την απόλαυσή τους. Η κατανομή των διαθέσιμων δημόσιων πόρων υπέρ της επίτευξης κοινωνικών σκοπών και ομάδων, ιδίως σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε, όπου υφίστανται σε σπάνη, αποτελεί συχνά αντικείμενο ανταγωνισμού και κοινωνικο-πολιτικής διεκδίκησης μεταξύ συγκρουόμενων κοινωνικών ομάδων και σκοπών και ως εκ τούτου οδηγεί στην ιεράρχηση της κατανομής τους, μια διεργασία με καθαρά πολιτικό χαρακτήρα, ανατειθέμενη στην Κυβέρνηση και στη Βουλή η οποία ελέγχει την άσκησή της. Αντίθετα, η ιεράρχηση της κατανομής των δημόσιων πόρων θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι εκφεύγει καταρχήν από την αρμοδιότητα της δικαστικής λειτουργίας η οποία μόνο οριακά και μέσω της αρχών της αναλογικότητας, της ισότηταςκαι της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου είναι δυνατόν να ελέγξει το κατά πόσον τα όργανα της εκτελεστικής και νομοθετικής λειτουργίας την ασκούν.

4. Μεταξύ των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, ατομικώνκαι πολιτικών, τα κοινωνικά είναι αυτά τα οποία επιτελούν μια σειρά από εξαιρετικά σημαντικές λειτουργίες για την προστασία της κοινωνικής συνοχής και τη διασφάλιση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Έτσι, τα κοινωνικά δικαιώματα: α. εγγυώνται την προστασία των δικαιωμάτων των κοινωνικών μειοψηφιών, β. ενισχύουν την κοινωνική συνοχή και βοηθούν στην άρση των κοινωνικών αποκλεισμών, γ. ενισχύουν την κοινωνική δικαιοσύνη, την ισότητα μεταξύ των μελών της κοινωνίας, την κοινωνική ασφάλεια και σταθερότητα, δ. παρέχουν στα ενδιαφερόμενα υποκείμενα τα πολιτικά και κοινωνικά επιχειρήματα που είναι αναγκαία για τη διεκδίκηση κοινωνικών πόρων και δημόσιων, κρατικών, κοινωνικών πολιτικών, ε. τέλος, τα κοινωνικά δικαιώματα διαμορφώνουν τους κανόνες του fair play μεταξύ των ομάδων που συγκρούονται για την κατά προτεραιότητα απόλαυσή τους ιδίως σε περιόδους σπάνης.

Οι σημαντικές αυτές λειτουργίες και η ανάγκη προστασίας τους ιδίως στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης εμφανίζονται ανάγλυφες στο σκεπτικό της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, στο σκεπτικό του, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο υιοθετεί μια κατασκευή γνωστή και από τη συγκριτική νομολογία, προκειμένου να προστατεύσει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των απόστρατων αξιωματικών. Έτσι, είναι χαρακτηριστικές οι αποφάσεις 187/2013 και 353/2013 του Πορτογαλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου οι οποίες επισημαίνουν ότι οι διαρκείς μειώσεις σε μισθούς, συντάξεις, επιδόματα αδειών και εορτών των κρατικά μισθοδοτούμενων δημοσίων υπαλλήλων παραβιάζουν την αρχή της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, αφού επιφορτίζουν με δυσανάλογο βάρος τους εργαζόμενους του δημόσιου έναντι των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, καθώς και τους ελεύθερους επαγγελματίες.

Ωστόσο, στη διεθνή θεωρία έχουν προταθεί και άλλες κατασκευές οι οποίες στοχεύουν στην αποτελεσματική προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, ιδίως σε περιπτώσεις υποχώρησης της σχετικής νομοθετικής τους προστασίας με σημαντικότερη αυτές που αφορούν την προστασία του ‘πυρήνα’ των κοινωνικών δικαιωμάτων. Πρόκειται για μια κατασκευή που έχει διατυπωθεί και στην Ελλάδα, από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας με τη μορφή του απόλυτου και σχετικού περιβαλλοντικού κεκτημένου. Η θεωρία της προστασίας του ‘πυρήνα’ των κοινωνικών δικαιωμάτων επιχειρεί να συγκεκριμενοποιήσει ως ουσιαστικό περιεχόμενο τους ένα κανονιστικό πεδίο το οποίο θα πρέπει να παραμένει απρόσβλητο κατά τις δημοσιονομικές μεταβολές ή ανακατανομές των κοινωνικών πόρων που εισάγονται από την νομοθετική λειτουργία ούτως ώστε να οδηγήσει στην αναγνώριση συγκεκριμένων δικαστικών αξιώσεων από την πλευρά των υποκειμένων τους.

Η αποδοχή της προστασίας ενός ‘πυρήνα’ στα κοινωνικά δικαιώματα δεν θα πρέπει να οδηγεί σε μια μινιμαλιστική ερμηνεία των παρεχόμενων κοινωνικών αγαθών. Έτσι, το νόημα της προστασίας του πυρήνα των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν έγκειται στο ότι η δικαστηριακή πρακτική οδηγείται να προστατεύει το μέγιστο δυνατό επίπεδο κοινωνικής προστασίας έχοντας θέσει ως όριο το ελάχιστο. Αντίθετα, η θεωρία της προστασίας του ‘πυρήνα’ πασχίζει για την αναγνώριση ενός ουσιαστικού περιεχομένου όσον αφορά τα κοινωνικά δικαιώματα. Έτσι, ο προσδιορισμός του ‘πυρήνα’ ενός κοινωνικού δικαιώματος απαιτεί τη διακρίβωση ενός ελάχιστου ηθικού του περιεχομένου, δηλαδή του κατά πόσον η απόλαυσή του είναι αναγκαία για την πραγμάτωση της αξίας, της ελευθερίας και της ισότητας του υποκειμένου. Αντίστοιχα, ο προσδιορισμός αυτός απαιτεί και τη διακρίβωση της προστασίας ενός ελάχιστου περιεχομένου υλικών συνθηκών και συνθηκών διαβίωσης για το υποκείμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων οι οποίες αφορούν τη ζωή, την διαβίωσή του και την κάλυψη των βασικών βιοτικών του αναγκών. Η συγκεκριμενοποίηση αυτή εναπόκειται στην δικαστική λειτουργία αλλά και διαφοροποιείται κάθε φορά ανάλογα με το εθνικό πλαίσιο στο οποίο διαμορφώνεται, αφού κάθε εθνικό κράτος και εθνική κοινωνία αντιμετωπίζει με τρόπο διαφορετικό την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγνών των υποκειμένων τους.

Θα πρέπει, κλείνοντας να υπογραμμίσουμε ότι η θεωρία του ‘πυρήνα’ εμφανίζεται ως εξαιρετικά πρόσφορη σε περιόδους καθολικής υποχώρησης στην προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως αυτή που η ελληνική έννομη τάξη αντιμετωπίζει στις μέρες μας και βοηθάει στην συνολικότερη διαμόρφωση ενός επιπέδου κοινωνικής προστασίας χωρίς να εισάγει ζητήματα που αφορούν την σύγκρουση και τις διεκδικήσεις μεταξύ των υποκειμένων για τη διασφάλιση ενός επαρκούς επιπέδου κοινωνικής προστασίας.

Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας υπογράμμισε ότι: ‘Η εθνική άμυνα, η δημόσια τάξη και η κρατική ασφάλεια, ειδικότερες εκφάνσεις των οποίων αποτελεί η πρόληψη και η καταστολή του εγκλήματος, ως κατεξοχήν δημόσιες εξουσίες και εκφράσεις κυριαρχίας, αποτελούν αρμοδιότητες αναπόσπαστες από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Για το λόγο αυτό, η άσκηση των επιμέρους αρμοδιοτήτων που συγκροτούν την αποστολή των σωμάτων αυτών, μη δυνάμενη, κατ’ αρχήν, να παραχωρηθεί σε ιδιώτες ασκείται, μέσω των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, μόνον από το κράτος’.



Πρόκειται για επιχείρημα το οποίο έχει διατυπωθεί τόσο στην Ιταλία όσο και στην Πορτογαλία σε αποφάσεις σχετικές με περικοπές μισθών, συντάξεων και επιδομάτων. Πρβ. την απόφαση του Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου για τις περικοπές σε μισθούς των δικαστών 223/2012 και τις αποφάσεις του Πορτογαλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου 396/2011, 187/2013, 353/2013 οι οποίες αφορούσαν μειώσεις σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα δημοσίων υπαλλήλων.



Όπως υπογράμμισε το Συμβούλιο της Επικρατείας στην απόφαση του, ‘… σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσεως, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, και, ιδίως όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν  το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων’.»

Λοιποί Σύνδεσμοι