Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινωνικών Δικαιωμάτων με τρεις διαδοχικές αποφάσεις 65 και 66/2011 και 76/2011 βάζει φραγμό στις μνημονιακές ρυθμίσεις που καταργούν τα κοινωνικά δικαιώματα και οδηγούν σε φτωχοποίηση του πληθυσμού
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινωνικών Δικαιωμάτων με τρεις διαδοχικές αποφάσεις 65 και 66/2011 και 76/2011 βάζει φραγμό στις μνημονιακές ρυθμίσεις που καταργούν τα κοινωνικά δικαιώματα και οδηγούν σε φτωχοποίηση του πληθυσμού. Καλεί την κυβέρνηση να σεβαστεί το Χάρτη των Κοινωνικών Δικαιωμάτων.
Στο άρθρο πρώτο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη αναφέρεται ότι: «Κυρώνεται και έχει ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1, ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης που υπογράφθηκε στο Τορίνο της Ιταλίας στις 18 Οκτωβρίου 1961. Συνεπώς τις αποφάσεις της Επιτροπής οφείλουν να σεβαστούν ο Νομοθέτης, η Διοίκηση και η Δικαιοσύνη, εκτός αν αποφασίσουν να εξέλθουν από το σύστημα προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων που εγγυάται ο Χάρτης. Ιστορικά αναφέρουμε ότι μετά την εκδίκαση των ρυθμίσεων του πρώτου Μνημονίου στο ΣτΕ και την «κατ’ αρχήν» αρνητική απόφαση, πολλές συνδικαλιστικές οργανώσεις κατέθεσαν καταγγελίες και προσφυγές στην Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Είναι γνωστό ότι οι θεσμοί αυτοί του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που δημιουργήθηκαν μετά τον καταστροφικό Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έχουν σαν κεντρικό στόχο την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την εγγύηση των ατομικών, κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων των πολιτών της Ευρώπης. Οι θηριωδίες του πολέμου και του φασισμού ανάγκασαν την ανθρωπότητα να θεμελιώσει αρχές και δικαιώματα που να προστατεύουν την εργασία, την ασφάλιση, την υγεία και γενικά την αξιοπρεπή διαβίωση του πολίτη. Η εξέλιξη και βελτίωση αυτών των θεσμών με μηχανισμούς που να διασφαλίζουν στην πράξη την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, διαμόρφωσε μια πλούσια θεωρητική και δικαστηριακή φιλολογία, η οποία ενσωματώθηκε στη συνταγματική έννομη τάξη των κρατών – μελών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Αυτά τα κοινωνικά δικαιώματα δοκιμάζονται σε περιόδους οικονομικής κρίσης και πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης προστασίας, διότι αφορούν το ανθρώπινο κεφάλαιο. Στη σημερινή συγκυρία τα πάντα στριφογυρίζουν γύρω από το χρήμα και την οικονομία, ενώ η εργασία και η κοινωνία κινούνται στο ημίφως.
Δυστυχώς για τη χώρα μας και το νότο της Ευρώπης το κοινωνικό ζήτημα και τα δικαιώματα κακοποιούνται και συνθλίβουν εργαζομένους και μικροαστικά κοινωνικά στρώματα. Η ιστορία της κρίσης είναι λίγο – πολύ γνωστή. Το τσουνάμι ξεκίνησε από την Αγγλία το καλοκαίρι του 2007 και εξαπλώθηκε με ασύλληπτους ρυθμούς σε όλα τα χρηματοοικονομικά δίκτυα.
Μία περίπλοκη οικονομική κρίση ίσως χειρότερη του 1929 οδηγεί εκατομμύρια εργαζομένους εκτός δουλειάς και το φάντασμα της φτώχειας εξαπλώνεται στο νότο της Ευρώπης τρομοκρατώντας κυριολεκτικά τους πολίτες. Ειδικότερα στην Ελλάδα το συναισθηματικό κόστος από τις ασκούμενες μνημονιακές πολιτικές θα το θυμούνται πολλές γενιές. Η φτώχεια ξεπέρασε το 31% του πληθυσμού και η ανεργία το 27% (ήτοι 1.200.000 άνεργοι). Η δε ανεργία στους νέους αγγίζει το 50%. Οι μισθοί και οι συντάξεις έχασαν το 50% της αγοραστικής δύναμης από το 2010 έως το 2013. Οι νέοι από 18-25 εργάζονται με μισθούς κάτω από το όριο της φτώχειας χωρίς την προστασία του εργατικού δικαίου.
Οι οργανώσεις Α.Δ.Ε.Δ.Υ, ΓΕΝ.Ο.Π./Δ.Ε.Η, Ε.Σ.Α.ΜΕ.Α., Π.Ο.Σ./Δ.Ε.Η, Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτικών Συνταξιούχων, Σύλλογος Συνταξιούχων Αγροτικής Τράπεζας, Σωματείο Συνταξιούχων Η.Σ.Α.Π., Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων, Ομοσπονδία Συνταξιούχων Ι.Κ.Α. προσέφυγαν και ζήτησαν από την Επιτροπή να εξετάσει τις μνημονιακές ρυθμίσεις που παραβιάζουν βασικές διατάξεις του Χάρτη. Επιδίωξη κοινή να σταματήσει ο κατήφορος της απαξίας της ανθρώπινης εργασίας και της φτωχοποίησης του πληθυσμού. Να σταματήσει το γκρέμισμα του κοινωνικού κράτους και το οριστικό ξήλωμα του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.
Στις προσφυγές τους οι ως άνω οργανώσεις κατήγγειλαν ότι η Ελληνική Πολιτεία παραβιάζει τις διατάξεις του Χάρτη σχετικά:
- Με τη δίκαια εργασία – αμοιβή (μείωση μισθών και συντάξεων στο 50% της αγοραστικής δύναμης)
- Με την εφαρμογή του εργατικού δικαίου στους νέους απασχολούμενους
- Με την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
- Με την προσβολή του πυρήνα της κοινωνικής ασφάλισης και την κατάργηση κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων.
Η Επιτροπή ομόφωνα καταδίκασε τα μέτρα της ελληνικής κυβέρνησης που αφορούν την απασχόληση των νέων από 18 έως 25 ετών, ότι παραβιάζουν τα άρθρα 7 παρ. 7, 10 παρ. 2, 12 παρ. 3, 4 παρ. 1 του Χάρτη 1961.
Η Επιτροπή ομόφωνα έκρινε ότι «λόγω του σωρευτικού αποτελέσματος των περιοριστικών μέτρων και της διαδικασίας που υιοθετήθηκε για την εφαρμογή τους, που περιέχονται στους νόμους 3845/6.5.2010, 3847/11.5.2010, 3863/15.7.2010, 3865/21.7.2010, 3896/1.7.2011 και 4024/27.10.2011, 3833/15.3.2010, 3866/26.5.2010, 3986/1.7.2011, 4002/22.8.2011, 4051/28.2.2012 και 4093/2012 οι οποίοι παραβιάζουν το άρθρο 12 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του 1961».
Η Επιτροπή δεν εξέτασε το θέμα της κατάργησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, διότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν έχει επικυρώσει τα άρθρα 5 και 6 του Χάρτη που κατοχυρώνει το δικαίωμα της συλλογικής αυτονομίας των εταίρων (κεφάλαιο/εργασία) να διαπραγματεύονται και να καθορίζουν τους όρους και τις συνθήκες εργασίας.
Οι αποφάσεις της Επιτροπής αποτελούν ένα σημαντικό σταθμό/ φραγμό στις «θεραπείες λιτότητας» των μνημονιακών ρυθμίσεων. Μάλιστα η Επιτροπή για τις επίδικες προσφυγές στη θέση 82, προτρέπει «τα εθνικά δικαστήρια να διαδραματίσουν ένα σημαντικό ρόλο». Να προστατεύσουν την αξία της εργασίας και το επίπεδο μιας αξιοπρεπούς ζωής σε νέους, εργαζομένους και συνταξιούχους. Η Επιτροπή για την εξέταση των προσφυγών των συνδικαλιστικών οργανώσεων έλαβε υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:
«Θέση 72: Η επιτροπή πιο συγκεκριμένα ανέφερε ότι, προκειμένου να αποφανθεί επί της συμβατότητας με τον Χάρτη των Δικαιωμάτων των περιορισμών στην κοινωνική ασφάλιση, για λόγους οικονομικής και κοινωνικής τάξης, λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:
«α. τη φύση των αλλαγών (πεδίο εφαρμογής, προϋποθέσεις για τη χορήγηση της παροχής, επίπεδο των υπηρεσιών, διάρκεια της υπηρεσίας, κλπ.)
β. τους λόγους των αλλαγών και το πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής στην οποία είναι ενσωματωμένες, η σημασία των αλλαγών (κατηγορίες και αριθμός ατόμων που πλήττονται, ποσό των επιδομάτων πριν και μετά την αλλαγή)
γ. την ανάγκη για μεταρρύθμιση και την καταλληλότητά του για την αρχική του κατάσταση (επιδιωκώμενοι στόχοι)
δ. την ύπαρξη των μέτρων κοινωνικής βοήθειας σε ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη, ως αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών, και
ε. τα αποτελέσματα αυτών των αλλαγών».
Η ομόφωνη κρίση της Επιτροπής όπως περιγράφεται στη θέση 50 (επί της προσφυγής 76/2011) αναφέρει:
«Όσον αφορά την παρατήρηση από την Κυβέρνηση ότι τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη του 1961 περιορίστηκαν σύμφωνα με άλλες διεθνείς υποχρεώσεις της, δηλαδή αυτές που προκύπτουν από το δάνειο που λαμβάνεται από ιδρύματα της ΕΕ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Επιτροπή θεωρεί ότι το γεγονός, ότι τα αμφιλεγόμενα εθνικά μέτρα τείνουν να ικανοποιήσουν μια άλλη διεθνή υποχρέωση, δεν τα υπεξαιρεί από το Χάρτη. Είχε προηγουμένως υπομνήματα σχετικά με τις διατάξεις που θεσπίστηκαν από τα συμβαλλόμενα κράτη για τον Χάρτη για την εφαρμογή των οδηγιών της ΕΕ ή άλλων προτύπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT) κατά της Γαλλίας, Προσφυγή αρ. 55/2009, απόφαση επί της ουσίας της 23ης Ιουνίου 2010, § 32, η Γαλλική Συνομοσπονδία Στελεχών (CFE-CGC), Προσφυγή αριθ. 16/2003, απόφαση επί της ουσίας της 12ης Οκτωβρίου 2004, § 30)».
Και στη θέση 51 «Σε αυτό το ίδιο θέμα, η Επιτροπή είπε επίσης ότι όταν τα Κράτη μέρη αποδέχονται δεσμευτικές διατάξεις που αναφέρονται σε θέματα που ρυθμίζονται από τον Χάρτη, όπως και στην επεξεργασία αυτού του κειμένου καθώς και στην εφαρμογή του στο εθνικό δίκαιο, είναι δική τους ευθύνη να λαμβάνουν υπόψη τις δεσμεύσεις τους σύμφωνα με την κύρωση του Χάρτη. Είναι η Επιτροπή η οποία, σε τελική ανάλυση, εκτιμά κατά πόσον η εθνική κατάσταση είναι σύμφωνη με το Χάρτη, και αυτό, ακόμη και όταν η παράλληλη εφαρμογή των διεθνών υποχρεώσεων στο εθνικό δίκαιο μπορεί να επηρεάσει την εφαρμογή των όσων απορρέουν από τον Χάρτη (CGT κατά της Γαλλίας, Προσφυγή υπ’ αρ. 55/2009, που αναφέρεται ανωτέρω, § 33)».
Ούτε λίγο ούτε πολύ η Επιτροπή εγκαλεί την ελληνική κυβέρνηση τονίζοντας ότι: «Όταν τα Κράτη μέλη αποδέχονται δεσμευτικές διατάξεις που αναφέρονται σε θέματα που ρυθμίζονται από τον Χάρτη, όπως και στην επεξεργασία αυτού του κειμένου καθώς και στην εφαρμογή του στο εθνικό δίκαιο, είναι δική τους ευθύνη να λαμβάνουν υπόψη τις δεσμεύσεις τους σύμφωνα με την κύρωση του Χάρτη». Δηλαδή Ελλάδα έχεις υποχρέωση να σεβαστείς τις διατάξεις του Χάρτη εκτός εάν θέλεις να απομακρυνθείς από το σύστημα προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων και πας «σ’ άλλη γη και σ’ άλλα μέρη». Επισημαίνονται στις καταδικαστικές αποφάσεις της Επιτροπής για την Ελλάδα και οι θέσεις άλλων διεθνών οργανισμών για την κατάσταση της χώρας μας:
Η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Οργανώσεων (Ε.Σ.Ο.) τονίζει ότι: «η μείωση του ποσοστού των συντάξεων, ειδικά σε τέτοιες αναλογίες, δεν είναι συμβατή με την υποχρέωση των συμβαλλόμενων κρατών δυνάμει του άρθρου 12 που προβλέπει σταδιακή βελτίωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης σε υψηλότερο επίπεδο».
Η Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης ζήτησε από την κυβέρνηση «να προβεί σε μία αντικειμενική αναλογιστική μελέτη, η οποία θα χαράσσει μια κόκκινη προειδοποιητική γραμμή για την Κυβέρνηση για την ύπαρξη διαδοχικών καταστάσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε πιθανή παραβίαση των ελάχιστων προδιαγραφών της διεθνούς κοινωνικής ασφάλισης. Η Επιτροπή Υπουργών θεώρησε ότι μια τέτοια μελέτη θα παρέχει «ένα πολύτιμο εργαλείο για την Κυβέρνηση για να μπορέσει να ασκήσει αποτελεσματικά τη γενική ευθύνη για κατάλληλη διακυβέρνηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και να επιδιώξει την αποδοχή των μεταρρυθμίσεων από την πλευρά των κοινωνικών εταίρων σε πλήρη γνώση της κατάστασης». Η Επιτροπή των Υπουργών επανέλαβε επίσης, ότι η Κυβέρνηση όφειλε να είναι ένας αποτελεσματικός και δίκαιος ρυθμιστής και πάροχος υπηρεσιών[2]».
Η Κυβέρνηση απάντησε στη Δ.Ο.Ε. στη θέση 36 ότι, «σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχονται από την ΕΛΣΤΑΤ[3], περίπου το 20% του πληθυσμού απειλείται από τη φτώχεια. Ωστόσο, δεν είχε την ευκαιρία, κατά τη διάρκεια συναντήσεων με την Τρόικα, να θίξει το ερώτημα των επιπτώσεων της μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό σύστημα σχετικά με την εξέλιξη της φτώχειας, ιδίως για τα άτομα με περιορισμένους πόρους, και παροχές κοινωνικής ασφάλισης που θα τους επέτρεπαν να τα βγάλουν πέρα. Ομοίως, δεν μπόρεσε να θέσει το ζήτημα των επιπτώσεων των ακουλουθούμενων πολιτικών στους τομείς της φορολογίας των μισθών, της απασχόλησης και στη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Η Κυβέρνηση καθησυχάστηκε από το γεγονός ότι αυτά τα θέματα ήταν στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων του διεθνούς οργανισμού, ελπίζοντας ότι η ΔΟΕ θα μπορούσε να επιστήσει την προσοχή στην Τρόικα»(§ 88, σελ. 23).
Αυτή είναι φοβερή ομολογία: να καίγεται το σπίτι σου και να καθησυχάζεις τον εαυτό σου ότι ο γείτονας θα φροντίσει να σβήσει τη φωτιά. Δήλωσε επίσης στη θέση 37 ότι: «Ούτε ο φορέας που είναι αρμόδιος για την αναλογιστική μελέτη, ούτε το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχει στοιχεία για το θέμα αυτό. Είναι σημαντικό να υπάρξει συλλογή αυτών των δεδομένων για τους σκοπούς της αποστολής υψηλού επιπέδου» (§ 323, σ.. 62).
Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης (θέση 46) στο ψήφισμά του σχετικά με τα μέτρα λιτότητας, κάλεσε τα μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης «να υπογράψουν και να επικυρώσουν τον αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την κοινωνική ασφάλιση, αν αυτό δεν είχε ακόμα γίνει» Επιπλέον, τα κράτη μέρη κλήθηκαν «να αξιολογήσουν με ακρίβεια τα τρέχοντα προγράμματα λιτότητας σχετικά με τις επιπτώσεις στις βραχυπρόθεσμες και μακροχρόνιες δημοκρατικές αποφάσεις και τα πρότυπα σχετικά με τα κοινωνικά δικαιώματα, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και τις κοινωνικές υπηρεσίες (...) για τις πιο ευάλωτες ομάδες (άτομα με ειδικές ανάγκες, μετανάστες, άνεργοι, κλπ)». (Τα μέτρα λιτότητας - ένας κίνδυνος για τη δημοκρατία και τα κοινωνικά δικαιώματα, το ψήφισμα 1884 (2012) της 26ης Ιουνίου 2012, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, § § 10.3 και 10.6).
Θέλουμε να ελπίζουμε ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Χάρτη δεν θα αφήσουν ασυγκίνητους Κυβέρνηση, Διοίκηση και Δικαιοσύνη.
Το Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Εξυγίανσης και προσαρμογής στις ευρωπαϊκές συνθήκες δεν είναι «στιγμιαίο» αλλά «διαρκείας». Συνεπώς θα έλεγε κάποιος νομικός ότι το «έγκλημα» είναι διαρκείας και όχι στιγμιαίο. Δηλαδή οι περικοπές σε μισθούς και συντάξεις έφτασαν το νούμερο έξι με το ν. 4093/2012. Λαμβάνοντας υπόψη ότι και τους άμεσους φόρους που επιβαρύνουν τους μισθωτούς, η αγοραστική αξία των εισοδημάτων τους μειώθηκε στο 50% την τελευταία τριετία.
Α. Παραβιάσεις της Χάρτας που αφορούν τους νέους 16-18 ετών και από 16-25
Ειδικότερα για τη νεολαία (ηλικία 15-18 και 18- 25 ετών) με την καταγγελία υπ΄ αριθ. 66/2011 οι προσφεύγουσες οργανώσεις ΑΔΕΔΥ και ΓΕΝ.Ο.Π./Δ.Ε.Η. αναφερόμενες στο ν. 3863/2010 υποστήριξαν ότι:
«Θέση 8. Η διάταξη του Άρθρου 74 § 9, στο βαθμό που επιτρέπει τις ορισμένου χρόνου «ειδικές συμβάσεις μαθητείας» που θα συνάπτονται μεταξύ των εργοδοτών και των ατόμων ηλικίας 15 – 18 ετών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι βασικές εγγυήσεις που προβλέπονται από την εργατική νομοθεσία και από τις αρχές της κοινωνικής ασφάλισης, ιδίως σε ό,τι αφορά την απασχόληση και εκπαίδευση των νέων, παραβιάζει τα άρθρα 1 § 1, 7 § 2, 7 § 7, 7 § 9, 10 § 2 και 12 § 2 του Χάρτη του 1961.
- Η διάταξη του Άρθρου 74 § 8, η οποία επιτρέπει στους εργοδότες να πληρώνουν τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας ηλικίας κάτω των 25 ετών, ποσοστό 84% του κατώτατου μισθού ή ημερομισθίου, παραβιάζει το άρθρο 4§1, σε συνδυασμό με το άρθρο 1§2 του Χάρτη του 1961, διότι, δεν λαμβάνει υπόψη της, τις διαφορές μεταξύ των εν λόγω προσώπων, προβαίνει σε διακρίσεις με βάση την ηλικία και δεν τους εγγυάται ένα δίκαιο μισθό και ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο.
Η καθής Κυβέρνηση
Θέση 9. Η Κυβέρνηση ζητά από την Επιτροπή να κρίνει την καταγγελία αβάσιμη στο σύνολό της».
Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα:
«Ομόφωνα ότι υπάρχει παράβαση του άρθρου 7 § 7 του Χάρτη του 1961,
- Ομόφωνα ότι υπάρχει παράβαση του άρθρου 10 § 2 του Χάρτη του 1961,
- Ομόφωνα ότι υπάρχει παράβαση του άρθρου 12 § 3 του Χάρτη 1961,
- Ομόφωνα ότι υπάρχει παράβαση του άρθρου 4 § 1 του Χάρτη 1961, υπό το πρίσμα της ρήτρας περί μη-διάκρισης του προοιμίου του Χάρτη 1961».
Αναλυτικότερα η κρίση της Επιτροπής έχει ως εξής:
«Θέση 45. Το κείμενο της διάταξης του άρθρου 74 § 9 αποτελεί μια σημαντική αλλαγή στο σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο φαίνεται να εγκαθιδρύει μια ξεχωριστή κατηγορία εργαζομένων με ένα συγκεκριμένο δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επικυρώνει την ερμηνεία της, σύμφωνα με την οποία οι αλλαγές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης αξιολογούνται πρωτίστως υπό το πρίσμα της διάταξης του άρθρου 12 § 3, το οποίο προβλέπει την υποχρέωση του κράτους μέλους για ανύψωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας σε ψηλότερο επίπεδο (Συμπεράσματα XIV-1, Ερμηνεία του άρθρου 12, σ. 47, Συμπεράσματα XVI-1, ερμηνεία του άρθρου 12, σ. 11). Από την άποψη αυτή, όπως σημειώνεται στην § 7 ανωτέρω, η Επιτροπή θεώρησε ότι, οι ισχυρισμοί των καταγγελλόντων, στην ουσία αφορούν στο άρθρο 12 § 3 και όχι στο άρθρο 12 § 2, όπως αρχικά υποστήριξαν. Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή κάλεσε την Κυβέρνηση να κάνει παρατηρήσεις σχετικά με τους υπό κρίση ισχυρισμούς σε σχέση με το άρθρο 12 § 3.
»Θέση 46. Λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες της κοινωνικής ασφάλισης για τους εργαζομένους που απασχολούνται στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων μαθητείας (ασφαλιστική κάλυψη κατά περίπτωση, κάλυψη για εργατικό ατύχημα σε ποσοστό 1%), η Επιτροπή ζήτησε από την Κυβέρνηση να παράσχει πληροφορίες σχετικά με την εν λόγω καταγγελία αναφορικά πλέον στο άρθρο 12 παρ. 3:
- Οι λόγοι που θεσπίζονται ειδικές ρυθμίσεις στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης σε σχέση με τις συμβάσεις μαθητείας, η αναγκαιότητα αυτών των ειδικών ρυθμίσεων καθώς και τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την εφαρμογή τους,
- Η ύπαρξη των μέτρων της κοινωνικής πρόνοιας για όσους βρεθούν σε κατάσταση ανάγκης κατά την εφαρμογή των ανωτέρω ειδικών ρυθμίσεων.
Η Κυβέρνηση δεν υπέβαλε τους ισχυρισμούς της σχετικά με τα συγκεκριμένα ως άνω ερωτήματα της Επιτροπής.
»Θέση 47. Το άρθρο 12 § 3 απαιτεί από τα συμβαλλόμενα κράτη να προσπαθήσουν για την «ανύψωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας σε ψηλότερο επίπεδο». Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, μπορεί να είναι αναγκαίο να ληφθούν μέτρα για την εξυγίανση των δημοσιονομικών δαπανών σε περιόδους οικονομικής κρίσης, προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση και βιωσιμότητα του υφιστάμενου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά, δεν θα πρέπει να υπονομεύουν το βασικό πλαίσιο του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ή να στερούν από τα φυσικά πρόσωπα το δικαίωμα να απολαμβάνουν την προστασία που τους παρέχεται ενάντια στους σοβαρούς κοινωνικούς και οικονομικούς κινδύνους. Συνεπώς, οιεσδήποτε αλλαγές σε ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να διατηρούν σε ισχύ ένα ιδιαιτέρως εκτεταμένο σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης και να μην εξαιρούν μία ολόκληρη κατηγορία εργαζομένων από την παροχή κοινωνικής προστασίας που προσφέρεται από το σύστημα. (Συμπεράσματα XVI-1, Ερμηνεία του άρθρου 12, σ. 11). Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα οικονομικά μέτρα εξυγίανσης που δεν τηρούν τα όρια αυτά συνιστούν βήματα οπισθοδρόμησης και δε δύνανται να κριθούν συμβατά με το άρθρο 12 § 3.
»Θέση 48. Εν προκειμένω, η Επιτροπή θεωρεί ότι, η εξαιρετικά περιορισμένη προστασία ενάντια στους κοινωνικούς και οικονομικούς κινδύνους σε σχέση με τους ανηλίκους που ασχολούνται με «ειδικές συμβάσεις μαθητείας», κατά τη διάταξη του άρθρου 74 § 9 του νόμου υπ’ αριθμ. 3863/2010, πρακτικά οδηγεί στη δημιουργία μιας ξεχωριστής κατηγορίας εργαζομένων, οι οποίοι ουσιαστικά αποκλείονται από το γενικό εύρος της προστασίας που παρέχεται από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στο σύνολό της και υφίσταται συνεπώς επιδείνωση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, χωρίς να πληρούνται τα κριτήρια προκειμένου να υφίσταται συμβατότητα με τη διάταξη του άρθρου 12 § 3 του Χάρτη του 1961.
»Θέση 49. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κρίνει ότι υφίσταται παράβαση του άρθρου 12 § 3 του Χάρτη 1961.
Συμπέρασμα: τα νομοθετικά μέτρα για την απασχόληση της νέας γενιάς θυμίζουν το πέρασμα της Σκύλας και της Χάρυβδης. Γι’ αυτό το βλέμμα και η ελπίδα της νέας γενιάς είναι στραμένο στη μετανάστευση για καλύτερο μέλλον. Αυτή η ροπή των νέων αν δεν ανακοπεί θα είναι μια σύγχρονη τραγωδία για το μέλλον της χώρας.
Σχετικά με την φερόμενη παράβαση του άρθρου 4 § 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 § 2 του Χάρτη από το άρθρο 74 § 8 του νόμου υπ’ αριθμ. 3863:
ΦΕΡΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 4 § 1 ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 § 2 του Χάρτη 1961
»Θέση 50. Το κείμενο των άρθρων 4 § 1 και 1 § 2 του Χάρτη 1961 έχει ως ακολούθως:
Άρθρο 4 – Δικαίωμα για δίκαιη αμοιβή
Μέρος Ι: «Όλοι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα σε δίκαιη αμοιβή, που να εξασφαλίζει σ’ αυτούς και ις οικογένειές τους ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο»
Μέρος ΙΙ: «Με σκοπό την εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για δίκαιη αμοιβή, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση:
- 1. να αναγνωρίζουν το δικαίωμα των εργαζομένων για αμοιβή αρκετή να εξασφαλίζει σ’ αυτούς και τις οικογένειές τους ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης (...)».
Άρθρο 1 - Το δικαίωμα στην εργασία
Μέρος Ι: «Κάθε πρόσωπο θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να κερδίζει τη ζωή του με εργασία που αναλαμβάνει ελεύθερα»
Μέρος ΙΙ: «Για εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για εργασία τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση: (...)
- 2. να προστατεύουν με αποτελεσματικό τρόπο το δικαίωμα του εργαζόμενου να κερδίζει τη ζωή του με εργασία που αναλαμβάνει ελεύθερα. (...)».
Ισχυρισμοί των διαδίκων
- Οι καταγγέλλουσες οργανώσεις.
»Θέση 51. Οι καταγγέλλοντες υποστηρίζουν ότι, για να κριθεί κατά πόσο η διάταξη του άρθρου 74§8 είναι ασύμβατη με το Χάρτη, είναι απαραίτητο, το άρθρο 4 § 1 και 1 § 2, να διαβαστούν συνδυαστικά. Συνεπώς επισημαίνουν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4 § 1, το δικαίωμα σε δίκαιη αμοιβή πληρούται όταν οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους μπορούν να ανταπεξέρχονται οικονομικά σε ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, το οποίο καθορίζεται βάσει ενός ποσοστού του εθνικού μέσου μισθού.
- Επιπρόσθετα, σύμφωνα και με τη νομολογία της Επιτροπής, ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και ΑΔΕΔΥ υποστηρίζουν ότι, το άρθρο 1 § 2 συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ‘την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων στην απασχόληση’ (Συμπεράσματα Ι, σ. 15) και ότι ‘διάκριση δεν αποτελεί απλά μια αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια όταν δεν λαμβάνονται προσηκόντως και θετικά υπ’ όψη όλες οι σχετικές διαφοροποιήσεις (βλ. Autism-Europe κατά Γαλλίας, Καταγγελία αριθ. 13/2002, απόφαση επί της ουσίας της 4ης Νοεμβρίου 2003, § 52). ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και ΑΔΕΔΥ επισημαίνουν στο σημείο αυτό ότι:
‘Η αρχή αυτή έχει αναγνωριστεί τόσο από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 1963, υπόθεση 13 έως 63, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, ΔΕΚ 1963, σ.335) όσο και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (απόφαση της 6ης Απριλίου 2000, Θλιμμένος κατά Ελλάδας, υπ’ αριθμ. 3469/97, ΕΔΑΔ 2000-IV, § 44)’.
»Θέση 53. Όσον αφορά ειδικότερα στην εργατική νομοθεσία, ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και ΑΔΕΔΥ παρατηρούν ότι, «σύμφωνα με την Επιτροπή, (Συμπεράσματα XVI -1, Αυστρία, Συμπεράσματα 2006, Αλβανία), πράξεις διάκρισης και διατάξεις που απαγορεύονται βάσει του άρθρου 1 § 2, συνιστούν όλες εκείνες, που σχετίζονται με τις συνθήκες εργασίας εν γένει και ειδικότερα, την αμοιβή». Περαιτέρω, αναφέρει ότι, η απαγόρευση τέτοιων πράξεως διακρίσεως σύμφωνα με το άρθρο 1 § 2 ισχύει για όλους τους τομείς διάκρισης, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της ηλικίας.
- Στο πλαίσιο αυτό, οι δύο συνδικαλιστικές οργανώσεις επισημαίνουν ότι, η διάταξη του άρθρου 74 § 8 τοποθετεί τα άτομα έως 25 ετών σωρευτικά στο ίδιο χαμηλό επίπεδο αμοιβών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ηλικιακές διαφορές και τα κατά περίπτωση χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως το επίπεδο της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, η οικογενειακή κατάσταση κ.λπ., με μόνο το δεδομένο ότι αυτοί είναι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας. Καταλήγουν λοιπόν στο συμπέρασμα, ότι τα άτομα κάτω των 25 ετών, στερούνται της προστασίας του δικαιώματος για δίκαιη αμοιβή, κατά τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το άρθρο 4 § 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 § 2. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι τα πρόσωπα αυτά, υπόκεινται σε άμεση δυσμενή διάκριση με βάση την ηλικία, γεγονός που επίσης αντίκειται στο άρθρο 4 § 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 § 2.
- Η καθής Κυβέρνηση
»Θέση 55. Έχοντας υπόψη τη γενική κατάσταση σχετικά με τις οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα (βλ. παραπάνω), η Κυβέρνηση παρατηρεί ότι, η θέσπιση της εν λόγω νομοθεσίας, δημιουργεί ένα οικονομικό κίνητρο για να απασχολούνται τα νέα άτομα έως την ηλικία των 25 ετών, το οποίο καθίσταται απαραίτητο, δεδομένου ότι, το οξύ πρόβλημα της ανεργίας ενυπάρχει κυρίως στα πρόσωπα που ανήκουν σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, σε σύγκριση με άλλες ηλικιακές ομάδες και έτσι, το πρόβλημα αυτό, θα επιλυθεί. Η Κυβέρνηση θεωρεί επίσης ότι, ο κατώτατος μισθός που προσφέρεται στους νέους νεοπροσλαμβανόμενους εξασφαλίζει μια αξιοπρεπή διαβίωση για αυτούς, δεδομένου ότι καθορίζεται από τους κοινωνικούς εταίρους, με τη σύναψη Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, βάσει της οποίας καθορίζονται οι ελάχιστες νόμιμες αμοιβές που ισχύουν σε όλη την χώρα.
Κρίση της Επιτροπής
» Θέση 56. Η Επιτροπή, έχοντας λάβει υπόψη, όλα τα υπό κρίση ζητήματα, έκρινε ότι το ζήτημα της δίκαιης αμοιβής θα εξεταστεί ξέχωρα από το ζήτημα διακρίσεων λόγω ηλικίας.
Δίκαιη Αμοιβή
» Θέση 57. Για να θεωρηθεί εύλογος, κατά την έννοια του άρθρου 4 § 1, ο μισθός, θα πρέπει να κυμαίνεται πάνω από το όριο της φτώχειας κάθε κράτους, ήτοι σε ποσοστό ίσο με το 50% του εθνικού μέσου μισθού (Συμπεράσματα XIV-2, ερμηνεία του άρθρου 4 § 1, σσ. 50-52). Επιπρόσθετα, ο μισθός σε γενικές γραμμές δε θα πρέπει να κυμαίνεται κάτω από ποσοστό 60% του εθνικού μέσου μισθού (συμπεριλαμβανομένων των ειδικών μπόνους και οικειοθελών παροχών και αφού αφαιρεθούν οι φόροι και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικές παροχές - π.χ. επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης ή άλλες επωφελείς παροχές - λαμβάνονται υπόψη μόνο όταν έχουν άμεση σχέση με το μισθό), εκτός αν ένα κράτος είναι σε θέση να αποδείξει, ότι το ύψος του μισθού αρκεί για ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, π.χ. παρέχοντας λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με το κόστος ζωής. Ωστόσο, ένας καθαρός μισθός ο οποίος είναι κατώτερος του μισού του καθαρού εθνικού μέσου μισθού, θα θεωρείται ότι είναι άδικος. Όταν υφίσταται εθνικός κατώτατος μισθός, η καθαρή αξία του, χρησιμοποιείται ως βάση για τη σύγκριση με το μέσο όρο των καθαρών αποδοχών. Εναλλακτικά, το μέτρο σύγκρισης καθορίζεται από τον ελάχιστο μισθό που θεσπίζει η συλλογική σύμβαση.
» Θέση 58. Η Επιτροπή, προκειμένου να είναι σε θέση να εκτιμήσει κατά πόσον οι μισθοί των νεαρών ατόμων που απασχολούνται κατά τη διάταξη του άρθρου 74 § 8 πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται από τον Χάρτη, ζήτησε από την Κυβέρνηση να παράσχει πληροφορίες σχετικά με το ύψος του υφιστάμενου ελάχιστου νομίμου μισθού που καθορίζεται από τους κοινωνικούς εταίρους μέσω της σύναψης της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, η οποία θα ισχύει για τους εργαζόμενους που απασχολούνται βάσει της διάταξης αυτής.
» Θέση 59. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η Κυβέρνηση, με υποβληθέντες συμπληρωματικούς ισχυρισμούς, αναφέρει τα ακόλουθα:
‘Δυνάμει της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας της 15-7-2011, καθορίστηκε από τους κοινωνικούς εταίρους ότι ο κατώτατος μισθός και το ημερομίσθιο των εργαζομένων της χώρας, όπως διαμορφώνεται την 31-5-2011 με βάση την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τα έτη 2008-2009, αυξάνονται, από την 1η Ιουλίου 2011, κατά ποσοστό ίσο με το ποσοστό της ετήσιας μεταβολής του ευρωπαϊκού πληθωρισμού για το έτος 2010. Το ποσοστό αυτό καθορίζεται σε 1,6%. Συνεπώς, ο κατώτατος μισθός, αρχής γενομένης την 7/1/2011 ανέρχεται στα 33,57 ευρώ (για έναν εργαζόμενο που δεν είναι παντρεμένος και δεν έχει προηγούμενη υπηρεσία).
Επιπλέον, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 6 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου της 28-2-2012 για τη «Ρύθμιση θεμάτων σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 1 § 6 του νόμου 4046/2012», η διάταξη του άρθρου 1 § 1 ορίζει ότι «από 14−2−2012 και μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, τα κατώτατα διαμορφωμένα όρια μισθών και ημερομισθίων της από 15−7−2010 ισχύουσας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, όπως αυτά προβλέπονταν και ίσχυαν κατά την 1−1−2012, μειώνονται κατά 22% (...)’.
» Θέση 60. Κατά μία γενική άποψη, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι επιτρεπτό να καταβάλλεται χαμηλότερος κατώτατος μισθός σε νεότερα άτομα, σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. όταν παίρνουν μέρος σε ένα σύστημα μαθητείας ή με άλλο τρόπο εμπλέκονται σε ένα σχήμα επαγγελματικής κατάρτισης). Μια τέτοια μείωση του κατώτατου μισθού, μπορεί να ενισχύσει την πρόσβαση των νέων εργαζομένων στην αγορά εργασίας και μπορεί επίσης να δικαιολογηθεί με το επιχείρημα ότι αντανακλά μια στατιστική τάση για να υποβάλλονται αυτοί σε λιγότερες δαπάνες κατά μέσο όρο, σε σχέση με άλλες κατηγορίες εργαζομένων, στον τομέα της στέγασης , της στήριξης της οικογένειας και άλλων εξόδων διαβίωσης. Ωστόσο, η ως άνω μείωση του κατώτατου μισθού δεν θα πρέπει να κυμαίνεται κάτω από το όριο της φτώχειας της υπό κρίση χώρας.
» Θέση 61. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή αναφέρεται στα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τα ελάχιστα επίπεδα των μισθών, που περιέχονται στα Συμπεράσματα της Έκθεσης της Αποστολή Υψηλού Επιπέδου στην Ελλάδα (Αθήνα, 19-23 Σεπτεμβρίου 2011) της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ):
"309. Η Αποστολή έχει επίσης ενημερωθεί ότι δεν υπάρχει η έννοια του μισθού διαβίωσης στο ελληνικό εργατικό δίκαιο, και ότι με βάση στατιστικά στοιχεία που εξετάζονται σε συνδυασμό με την EUROSTAT, το επίπεδο της φτώχειας έχει καθοριστεί στα € 580 περίπου ανά μήνα. Ο σημερινός κατώτατος μισθός, όπως ορίζεται στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση ανέρχεται στα € 730. Η Αποστολή Υψηλού Επιπέδου ενημερώθηκε ότι, μετά την καταβολή των φόρων, τα πραγματικά έσοδα που μπαίνουν στο σπίτι για πολλούς εργαζόμενους που ανήκουν στην κατηγορία του κατώτατου μισθού αγγίζουν το όριο της φτώχειας. Επιπλέον, μια σειρά από σημαντικούς παράγοντες φαίνεται να ασκούν καθοδική πίεση στους μισθούς. Τα δεδομένα από την ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι το 20% περίπου του πληθυσμού κινδυνεύει να βρεθεί κάτω από το όριο της φτώχειας (...).
- Με βάση τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί με τα Μνημόνια, έχουν προταθεί μισθοί κάτω από το κατώτατο όριο για τους νέους εργαζόμενους, προκειμένου να ενισχυθεί η απασχόληση των νέων (...).
» Θέση 62. Επιπρόσθετα, η Επιτροπή επισημαίνει, ότι η Κυβέρνηση, με τους πρόσθετους ισχυρισμούς της, αναφέρει:
"Βάσει της υπ’ αριθμ. 6 Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου της 28-2-2012 – για τη «Ρύθμιση θεμάτων σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 1 § 6 του νόμου 4046/2012, [άρθρο 1 § 1 ορίζει ότι]« (...)Από 14−2−2012 και μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής μειώνονται κατά 32% τα κατώτατα διαμορφωμένα όρια μισθών και ημερομισθίων της από 15−7−2010 ισχύουσας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, όπως αυτά προβλέπονταν και ίσχυαν κατά την 1−1−2012, για νέους, ηλικίας κάτω των 25 ετών. (...)».
και ότι:
‘Η παρ. 8 του άρθρου 74 του ν. 3863/2010, το άρθρο 43 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152) καθώς και κάθε άλλη ρύθμιση που είναι αντίθετη με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, καταργούνται’.
» Θέση 63. Η Επιτροπή αντιλαμβάνεται ως εκ τούτου ότι, βάσει της ανωτέρω υπ’ αριθμ. 6/2012 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, η διάταξη του άρθρου 74 § 8 του Ν. 3863/2010 καταργείται και ότι η μείωση του 32% του κατώτατου μισθού που προβλέπεται από την πράξη 6 / 2012 ισχύει πλέον για όλους τους μισθωτούς κάτω από την ηλικία των 25 ετών.
» Θέση 64. Κατόπιν των ανωτέρω και βάσει των ισχυρισμών των διαδίκων στην παρούσα, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι ο κατώτατος μισθός για τους νεότερους εργαζόμενους είναι τώρα σημαντικά χαμηλότερος από τον εθνικό κατώτατο μισθό, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο κατώτατος μισθός για τους νεότερους εργαζομένους έχει βρεθεί κάτω από το όριο της φτώχειας.
» Θέση 65. Με αυτό κατά νου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η διάταξη του άρθρου 74 § 8 του Ν. 3863/2010, όπως ισχύει σήμερα σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 6 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου της 28.2.2012, συνιστά παράβαση του άρθρου 4 § 1 του 1961 Χάρτη στο μέτρο που προβλέπεται η καταβολή ενός ελάχιστου μισθού σε όλους τους εργαζομένους κάτω των 25 ετών, δεδομένου ότι αυτός κυμαίνεται κάτω από το όριο της φτώχειας.
Διάκριση
» Θέση 66. Σχετικά με τον ισχυρισμό περί διάκρισης λόγω ηλικίας, η Επιτροπή έκρινε ότι το άρθρο 1 § 2 του Χάρτη 1961 καθώς αποτελεί μια σημαντική διάταξη του 1ου και 2ου μέρους του Χάρτη - σε αντίθεση με το άρθρο Ε του Αναθεωρημένου Χάρτη που ανήκει στο Μέρος V - δεν μπορεί, ως προς την κρίση για το αν υφίσταται παραβίαση, να εξεταστεί σε συνδυασμό με άλλες σημαντικές διατάξεις του Χάρτη 1961, όπως δύναται να συμβεί με το άρθρο Ε. Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί περί πρακτικών διάκρισης υπό το πρίσμα της εφαρμογής του άρθρου 4 § 1 του Χάρτη 1961 μπορούν να εξεταστούν μόνο με βάση την έννοια της ρήτρας περί μη-διάκρισης του προοιμίου του Χάρτη 1961. Με αυτό κατά νου, η Επιτροπή υποστηρίζει πως ο ισχυρισμός των καταγγελλόντων για παράβαση του άρθρου 4 § 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 § 2 αποτελεί στην ουσία ισχυρισμό για παράβαση του άρθρου 4 § 1, υπό το πρίσμα του Προοιμίου του Χάρτη 1961, το κείμενο του οποίου, σε ό,τι αφορά την έννοια της διάκρισης έχει ως εξής:
"(...) Αφού έκριναν ότι η απόλαυση των κοινωνικών δικαιωμάτων θα πρέεπι να εξασφαλίζεται χωρίς διάκριση που να βασίζεται στη δυλή, στο χρώμα, στο φύθλο, στο θρήσκευμα, στις πολιτικές πεποιθήσεις, στην εθνική καταγωγή ή τν κοινωνική προέλευση (...)".
» Θέση 67. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή κάλεσε την Κυβέρνηση να παράσχει οιεσδήποτε διευκρινήσεις σχετικά με το κατά πόσο η διάταξη του άρθρου 74 § 8 βρίσκεται σε σύμπνοια με το άρθρο 4 § 1, όπως αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της ρήτρας περί μη-διάκρισης του προοιμίου του Χάρτη του 1961. Η Κυβέρνηση δεν προέβη σε κανένα σχόλιο ως προς το συγκεκριμένο θέμα. Ωστόσο, όπως σημειώνεται στην § 55 της παρούσας, η Κυβέρνηση δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση των νεότερων εργαζομένων, με τον ισχυρισμό της ότι, οι εν λόγω διατάξεις ενθαρρύνουν τους εργοδότες για να προσλαμβάνουν εργαζομένους ώστε να ενταχθούν αυτοί στην αγορά εργασίας.
» Θέση 68. Οι ρυθμίσεις για την καταβολή του κατώτατου μισθού σε εργαζομένους κάτω των 25 ετών, συνιστούν ρυθμίσεις διαφορετικής μεταχείρισης βάσει την ηλικία. Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει πως, προτίθεται να συζητήσει το ζήτημα αυτό με ένα κράτος, το οποίο όμως θα μπορέσει να αποδείξει με αντικειμενικά κριτήρια ότι η καταβολή αυτή χαμηλότερου κατώτατου μισθού σε εργαζόμενους νεότερης ηλικίας, πραγματοποιείται στα πλαίσια ενός νομίμου στόχου σε σχέση με την εργασιακή πολιτική και είναι ανάλογη για την επίτευξη αυτής της πολιτικής. Λαμβάνοντας συνεπώς υπόψη τα αντικειμενικά αυτά κριτήρια, η Επιτροπή θεωρεί πως, η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των νεότερων εργαζομένων, πραγματοποιείται, ώστε να τεθεί σε εφαρμογή η απόπειρα επίτευξης του θεμιτού αυτού στόχου της πολιτικής για την απασχόληση, δηλαδή της ενσωμάτωσης των νέων εργαζομένων στην αγορά εργασίας, σε μια εποχή σοβαρής οικονομικής κρίσης. Παρά τα ανωτέρω ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι η έκταση της μείωσης του κατώτατου μισθού, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους κάτω των 25 ετών, είναι δυσανάλογη, ακόμη και υπό το πρίσμα των ιδιαιτέρων οικονομικών συνθηκών εν προκειμένω.
» Θέση 69. Συνεπώς, η Επιτροπή κρίνει ότι η διάταξη του άρθρου 74 § 8 του Ν. 3863/2010, όπως αυτός ισχύει σήμερα σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 6 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου της 28-2-2012, δεν είναι συμβατή με το άρθρο 4 § 1, υπό το πρίσμα της ρήτρας περί μη διάκρισης του προοιμίου του Χάρτη 1961.
» Θέση 70. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κρίνει ότι υπάρχει παράβαση του άρθρου 4 § 1 του Χάρτη 1961 υπό το πρίσμα της ρήτρας περί μη-διάκρισης του προοιμίου του Χάρτη του 1961».
Με την καταγγελία 65/2011 η οποία «υποβλήθηκε από την Γενική Ομοσπονδία των Εργαζομένων της Δημόσιας Ελληνικής (ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ) και τη Συνομοσπονδία Ανώτατης Διοίκησης Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ) καταχωρήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2011. Πρόσθετες γραπτές δηλώσεις για την υποστήριξη της καταγγελίας καταχωρήθηκαν στη Γραμματεία την 6 Μαΐου 2011.
Στην καταγγελία αναφέρεται ότι:
- Η διάταξη που περιέχεται στο άρθρο 17 § 5 του νόμου αριθ. 3899 της 17ης Δεκεμβρίου 2010, με την οποία δύναται στους εργαζομένους να απολύσουν ένα πρόσωπο χωρίς προειδοποίηση ή αποζημίωση λόγω απόλυσης κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου σε σύμβαση αορίστου χρόνου, είναι κατά παράβαση του άρθρου 4 § 4 του Χάρτη 1961.
- Οι διατάξεις που περιέχονται στο άρθρο 13 του ανωτέρω νόμου, καθιστώντας δυνατό, κατ' αρχάς, για μια επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση, να παρεκκλίνει από τις διατάξεις που αναφέρονται σε μια συλλογική συμφωνία που συνάπτεται σε κλαδικό επίπεδο, οδηγώντας σε επιδείνωση τις συνθήκες εργασίας για τους εν λόγω εργαζόμενους, και δεύτερον, εάν δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση στην επιχείρηση, για τη συλλογική σύμβαση σε επίπεδο επιχείρησης πρέπει να συναφθεί από τα συνδικάτα διαφορετικού επιπέδου (αντίστοιχο τομεακό συνδικάτο ή ομοσπονδία), είναι κατά παράβαση του άρθρου 3§1α του πρόσθετου Πρωτοκόλλου του 1988 για τον Χάρτη 1961.
» Θέση 2. Η Επιτροπή έκρινε την προσφυγή παραδεκτή την 30η Ιουνίου 2011.
» Θέση 3. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2 του Πρωτοκόλλου που προβλέπει ένα σύστημα συλλογικών προσφυγών ("το Πρωτόκολλο") και με την απόφαση της Επιτροπής επί του παραδεκτού της καταγγελίας, την 5η Ιουλίου 2011 ο Εκτελεστικός Γραμματέας κοινοποίησε την απόφαση επί του παραδεκτού απόφαση της καταγγελίας στην Ελληνική Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση») και στην ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και ΑΔΕΔΥ. Την ίδια μέρα, έστειλε, επίσης, την απόφαση στα Κράτη-Μέλη του Πρωτοκόλλου και τα Κράτη που έχουν προβεί σε δήλωση σύμφωνα με το άρθρο Δ§2, καθώς και για τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 27§2 του Χάρτη.
» Θέση 4. Σύμφωνα με το άρθρο 31§1 του Κανονισμού Λειτουργίας του, η Επιτροπή όρισε την 30η Σεπτεμβρίου 2011 ως προθεσμία για την κυβέρνηση να υποβάλει τους ισχυρισμούς της επί της ουσίας. Μετά από αίτημα της Κυβέρνησης, η Επιτροπή επέκτεινε την προθεσμία δύο φορές, πρώτα μέχρι την 31η Οκτωβρίου και στη συνέχεια, μέχρι την 21η Νοεμβρίου 2011. Η προθεσμία που ορίστηκε για την ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και ΑΔΕΔΥ για την απάντηση επί της ουσίας της καταγγελίας ήταν η 20η Ιανουαρίου 2012.
» Θέση 5. Οι ισχυρισμοί της Κυβέρνησης επί της ουσίας καταχωρήθηκαν την 23η Νοεμβρίου 2011. Η απάντηση της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και της ΑΔΕΔΥ στους ανωτέρω ισχυρισμούς καταχωρήθηκε την 2η Ιανουαρίου 2012».
Οι καταγγέλλουσες οργανώσεις ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και ΑΔΕΔΥ, ισχυρίζονται ότι η κατάσταση στην Ελλάδα δεν είναι σύμφωνη με το άρθρο 4§4 του Χάρτη 1961 και το άρθρο 3§1α του πρόσθετου πρωτοκόλλου του 1988 για το λόγο ότι:
το άρθρο 17 του νόμου 3899 της 17ης Δεκεμβρίου 2010, εξισώνοντας τους πρώτους δώδεκα μήνες της απασχόλησης σε σύμβαση αορίστου χρόνου με δοκιμαστική περίοδο, επιτρέπει την απόλυση χωρίς προειδοποίηση ή αποζημίωση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η οποία είναι σε άμεση παράβαση του άρθρου 4§4,
το άρθρο 13 του ανωτέρω νόμου, παρέχοντας τη δυνατότητα για μια επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση να παρεκκλίνει από τις διατάξεις για τις αποδοχές και τις συνθήκες εργασίας που αναφέρονται σε μια συλλογική συμφωνία που συνάπτεται σε επίπεδο κλάδου, ενθαρρύνει τη συστηματική επιδείνωση των συνθηκών εργασίας, η οποία είναι κατά παράβαση του Άρθρου 3§1α.
Β - Η Κυβέρνηση
» Θέση 7. Η κυβέρνηση ζητά από την Επιτροπή να κρίνει την καταγγελία αβάσιμη στο σύνολό της.
ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 4 § 4 του Χάρτη 1961
» Θέση 20. Το άρθρο 4 § 4 του Χάρτη 1961 έχει ως εξής:
ΜΕΡΟΣ Ι
«Όλοι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα σε δίκαιη αμοιβή, που να εξασφαλίζει σ' αυτούς και τις οικογένειές τους ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο.»
ΜΕΡΟΣ ΙΙ
«Για εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για εργασία τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση : […] §4. Να αναγνωρίζουν το δικαίωμα όλων των εργαζομένων για λογική προθεσμία προειδοποίησης σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης.
Α – Ισχυρισμοί των διαδίκων
- Οι καταγγέλλουσες οργανώσεις
» Θέση 21. Οι καταγγέλλουσες οργανώσεις ισχυρίζονται ότι το άρθρο 17 § 5 του Ν. 3899 της 17ης Δεκεμβρίου 2010 είναι ασυμβίβαστο με το άρθρο 4 § 4 του Χάρτη 1961, καθώς προβλέπει ότι κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, η σύμβαση αορίστου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση. Στο πλαίσιο αυτό, η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και ηΑΔΕΔΥ αναφέρονται στην αρχή που ορίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με την οποία «το δικαίωμα στην εύλογη προειδοποίηση για λύση της σύμβασης εργασίας ισχύει για όλες τις κατηγορίες των εργαζομένων (Συμπεράσματα XIII-4, Βέλγιο, σελ.352)»και ότι η προθεσμία καταγγελίας «ισχύει και κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου (Συμπεράσματα 2010, Ουκρανία)».
» Θέση 22. Οι δύο συνδικαλιστικές οργανώσεις υποστηρίζουν, εξάλλου, ότι η διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τα προσόντα των εργαζομένων και δεν μπορεί ως εκ τούτου να είναι ομοιόμορφη για όλους τους εργαζόμενους, ή να καθορίζεται στο καταστατικό, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 (12 μήνες). Κατά την άποψή τους, αυτό συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου, που αναγνωρίζεται και εφαρμόζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Η εναγόμενη Κυβέρνηση
» Θέση 23. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι καταγγέλλουσες οργανώσεις δεν έλαβαν υπόψη τους τη φύση των συμβάσεων εργασίας (δοκιμαστικής περιόδου) που αναφέρεται στο άρθρο 17§5. Σύμφωνα με την Κυβέρνηση, οι συμβάσεις αυτές (που ορίζονται ως «συμβάσεις δοκιμαστικής περιόδου») επικεντρώνονται στον «δοκιμαστικό» παράγοντα, ο οποίος χρησιμεύει στην αξιολόγηση του υπαλλήλου πριν του/της προσφερθεί μία σύμβαση αορίστου χρόνου εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, η Κυβέρνηση πιστεύει ότι οι καταγγέλλουσες οργανώσεις προκαλούν σύγχυση «στο πεδίο εφαρμογής των συμβάσεων εργασίας με δοκιμαστική περίοδο και των συμβάσεων αορίστου χρόνου».
» Θέση 24. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η δοκιμαστική περίοδος δικαιολογεί την αρχική αστάθεια της απασχόλησης και ότι - δεδομένης της τρέχουσας οικονομικής κρίσης και της ασταθούς φύσης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των ελληνικών επιχειρήσεων - η εν λόγω διάταξη είναι δικαιολογημένη. Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται επίσης ότι η διάταξη που προβλέπεται στο άρθρο 4 § 4 του Χάρτη 1961 δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις δοκιμαστικής περιόδου.
Β - Εκτίμηση της Επιτροπής
» Θέση 25. Η Επιτροπή έχει επανειλημμένως δηλώσει τις ακόλουθες αρχές:
- i) το δικαίωμα στην εύλογη προειδοποίηση για λύση της σύμβασης εργασίας ισχύει για όλες τις κατηγορίες των εργαζομένων, ανεξάρτητα από το καθεστώς τους / βαθμού, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που απασχολούνται σε μια μη-μόνιμη βάση. Το ίδιο ισχύει και κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου. Η εθνική νομοθεσία πρέπει να είναι αρκετά ευρεία, ώστε να διασφαλιστεί ότι κανένας εργαζόμενος δεν έμεινε απροστάτευτος.
- ii) η Επιτροπή δεν έχει ορίσει αφηρημένα την έννοια της «εύλογης» προειδοποίησης ούτε αποφάνθηκε επί της λειτουργίας της προθεσμίας και για την αποζημίωση. Αξιολογεί τις καταστάσεις σε κάθε περίπτωση χωριστά. Το βασικό κριτήριο είναι ο χρόνος υπηρεσίας. Κατέληξε στο συμπέρασμα, για παράδειγμα, ότι τα ακόλουθα δεν συμφωνούν με το Χάρτη: γνωστοποίηση σε λιγότερο από ένα μήνα μετά από ένα έτος απασχόλησης (...).[4]
iii) ο κύριος σκοπός του να δοθεί μια εύλογη προθεσμία είναι για να επιτρέψει στον ενδιαφερόμενο να έχει ένα εύλογο χρονικό διάστημα για εύρεση καινούργιας εργασίας πριν την λύση της τρέχουσας σύμβασης εργασίας, δηλαδή όσο αυτός ή αυτή εξακολουθεί να αμοίβεται. Έτσι, η λήψη των μισθών αντί της προειδοποίησης είναι αποδεκτή, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό που θα καταβληθεί είναι ισοδύναμο με εκείνο που ο εργαζόμενος θα είχε κερδίσει κατά τη διάρκεια της αντίστοιχης περιόδου προειδοποίησης.
- iv) η μόνη αποδεκτή δικαιολογία για την άμεση απόλυση είναι σοβαρό παράπτωμα.
» Θέση 26. Μέχρι σήμερα η Επιτροπή δεν έχει κληθεί να αποφανθεί ειδικά σχετικά με την έννοια της «δοκιμασίας» ή των δοκιμαστικών περιόδων, η διάρκεια μιας τέτοια περιόδου θα μπορούσε να διαρκέσει, ανάλογα, ιδίως με τα προσόντα που απαιτούνται για την κατοχή της θέσης, ή τις περιστάσεις κάτω τις οποίες η επέκταση της περιόδου μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεκτή. Ωστόσο, αυτό είναι αυτονόητο ότι, ναι μεν είναι θεμιτό για τέτοια καθεστώτα να ισχύουν για τους εργοδότες ώστε να μπορούν να ελέγξουν τα προσόντα των εργαζομένων και, γενικότερα, αν η συμπεριφορά τους πληρεί τις απαιτήσεις της θέσης που κατέχουν. Αυτό δεν πρέπει να ερμηνευτεί τόσο ευρέως και η περίοδος που διαρκεί δεν πρέπει να είναι τόσο μεγάλη ώστε οι εγγυήσεις που αφορούν την προειδοποίηση και την αποζημίωση απόλυσης να είναι αναποτελεσματικές.
» Θέση 27. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, το άρθρο 17 § 5 του νόμου 3899 της 17ης Δεκεμβρίου 2010 δεν προβλέπει προθεσμίες καταγγελίας ή αποζημίωσης απόλυσης στις περιπτώσεις όπου μια σύμβαση εργασίας, η οποία χαρακτηρίζεται ως «μόνιμη» σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο, λύεται κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου η οποία έχει ορισθεί σε ένα έτος από τον ίδιο νόμο.
» Θέση 28. Ως εκ τούτου, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό που έχει δοθεί στην εν λόγω σύμβαση, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 17 § 5 του νόμου = 3899 της 17ης Δεκεμβρίου 2010 συνιστά παραβίαση του άρθρου 4 § 4 του Χάρτη του 1961.
1 Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσε η προθεσμία του ενός μηνός προειδοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 17 § 5 για τους υπαλλήλους με περισσότερα από ένα έτος υπηρεσίας είναι σύμφωνες με το Χάρτη του 1961.
Β - Εκτίμηση της Επιτροπής
» Θέση 39. Στο πλαίσιο της εξέτασης των παρατηρήσεων των μερών, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα συμπεράσματα σχετικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις της Έκθεσης σχετικά με την Αποστολή Υψηλού Επιπέδου στην Ελλάδα (Αθήνα, 19-23 Σεπτεμβρίου 2011) της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ). Ωστόσο, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι το άρθρο 3 του πρόσθετου Πρωτοκόλλου του 1988 και, ιδίως, την παράγραφο 1α, δεν αφορά το δικαίωμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης.
» Θέση 40. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το ζήτημα που τίθεται από τις καταγγέλλουσες οργανώσεις εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 5 και 6 του Χάρτη - και όχι σ’ αυτό του άρθρου 3 § 1α του πρωτοκόλλου - αλλά δεν μπορεί να τις εξετάσει, διότι δεν έχουν γίνει αποδεκτές από την Ελλάδα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
» Θέση 41. Γι 'αυτούς τους λόγους, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα:
- Ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4 § 4 του Χάρτη 1961.
- Με 14 ψήφους υπέρ. 1 ότι το άρθρο 3 § 1α του πρόσθετου Πρωτοκόλλου του 1988 για τον Χάρτη 1961 δεν εφαρμόζεται».
Β. Για τις περικοπές στις συντάξεις
Στη συλλογική προσφυγή 76/2011[5] οι συνταξιουχικές συνδικαλιστικές οργανώσεις του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα ζήτησαν από την Επιτροπή να αποφανθεί αν η Ελληνική Πολιτεία παραβίασε με τις μνημονιακές ρυθμίσεις (κατάργηση επιδόματος εορτών και αδείας, έξι συνεχείς μειώσεις συντάξεων κλπ) το άρθρο 12 παρ. 2 και παρ. 3 του Χάρτη σχετικά με το δικαίωμα της κοινωνικής ασφάλισης.
Συγκεκριμένα οι προσφεύγουσες οργανώσεις ζήτησαν από την Επιτροπή να κρίνει ότι η θέση της ελληνικής κυβέρνησης δεν είναι σύμφωνη με το άρθρο 12 § 3 του Χάρτη του 1961 εξαιτίας μιας σειράς αλλαγών στα συστήματα των δημόσιων και ιδιωτικών συντάξεων που νομοθετήθηκαν από την κυβέρνηση, δηλαδή του ν. 3845/2010, ν. 3847/2010, ν. 3863/2010, ν. 3865/2010, ν. 3896/2011 και ν. 4024/2011. Σε απάντηση των Κυβερνητικών προτάσεων, η προσφεύγουσα οργάνωση αναφέρεται επίσης στους νόμους 3833/2010, 3866/2010, 3986/2011, 4002/2011, 4051/2012 και 4093/2012.
Η Κυβέρνηση – Η καθ’ ης η προσφυγή
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, οι φερόμενες μεταρρυθμίσεις για την κοινωνική προστασία των συνταξιούχων έχουν εγκριθεί από το εθνικό Κοινοβούλιο, είναι αναγκαίες για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, και ότι οφείλονται στη σοβαρή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας καθώς και σε άλλες διεθνείς υποχρεώσεις της Κυβέρνησης, δηλαδή αυτές που προκύπτουν από τον οικονομικό μηχανισμό στήριξης όπως καθορίζεται με αμοιβαία συμφωνία μεταξύ της Κυβέρνησης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο («η Τρόικα») το 2010.
Η Επιτροπή επί της εν λόγω προσφυγής ζήτησε τις απόψεις της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Οργανώσεων (Ε.Σ.Ο.). Η ΕΣΟ σημειώνει ότι:
«οι δημοσιονομικοί και οικονομικοί στόχοι δεν συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των λόγων που αναγνωρίζονται από το άρθρο 31 § 1 του Χάρτη του 1961 ώστε να επιτρέπουν τον περιορισμό των νόμιμων, κατοχυρωμένων από το Χάρτη, δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, η μείωση του ποσοστού των συντάξεων, ειδικά σε τέτοιες αναλογίες, δεν είναι συμβατή με την υποχρέωση των συμβαλλόμενων κρατών δυνάμει του άρθρου 12 που προβλέπει σταδιακή βελτίωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης σε υψηλότερο επίπεδο».
Αναφέρουμε ενδεικτικά την εκτίμηση της ελληνικής κατάστασης από άλλους εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς, όπως καταγράφονται στο κείμενο της Επιτροπής
Α. Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης
» Θέση 32. Όσον αφορά τις γενικές απαραίτητες πληροφορίες και τη συνεργασία με τα ενδιαφερόμενα μέρη, η Επιτροπή Υπουργών ενθάρρυνε την Κυβέρνηση να προβεί σε μία «αντικειμενική αναλογιστική μελέτη, η οποία θα χαράσσει μια κόκκινη προειδοποιητική γραμμή για την Κυβέρνηση για την ύπαρξη διαδοχικών καταστάσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε πιθανή παραβίαση των ελάχιστων προδιαγραφών της διεθνούς κοινωνικής ασφάλισης». Η Επιτροπή Υπουργών θεώρησε ότι μια τέτοια μελέτη θα παρέχει «ένα πολύτιμο εργαλείο για την Κυβέρνηση για να μπορέσει να ασκήσει αποτελεσματικά τη γενική ευθύνη για κατάλληλη διακυβέρνηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και να επιδιώξει την αποδοχή των μεταρρυθμίσεων από την πλευρά των κοινωνικών εταίρων σε πλήρη γνώση της κατάστασης». Η Επιτροπή των Υπουργών επανέλαβε επίσης, ότι η Κυβέρνηση όφειλε να είναι ένας αποτελεσματικός και δίκαιος ρυθμιστής και παροχός υπηρεσιών[6].
» Θέση 33. Κληθείς να αποφανθεί σχετικά με την τήρηση από την Ελλάδα των υποχρεώσεων της περί συνταξιοδότησης βάσει του κώδικα, η Επιτροπή Υπουργών δήλωσε ότι η ανάγκη να ενισχυθεί η διακυβέρνηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης απαιτεί από την Κυβέρνηση να επιβάλλει μέτρα λιτότητας, λαμβάνοντας υπόψη το στόχο της πρόληψης της φτώχειας και να αξιολογήσει τις επιπτώσεις των μέτρων αυτών για την επίτευξη του στόχου αυτού. Σύμφωνα με την Επιτροπή, «το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει το ρόλο του, εάν οι παροχές [χορηγούμενες] ήταν τόσο αδύναμες που οδηγούν τους εργαζόμενους κάτω από το όριο της φτώχειας. Σε αυτήν την περίπτωση, το κράτος θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παραβιάζει τις γενικές του ευθύνες βάσει [των σχετικών διατάξεων] του Κώδικα». Ενθαρρύνοντας την Ελλάδα να συμβουλεύεται τα ενδιαφερόμενα μέρη, η Επιτροπή Υπουργών συνέστησε στην Κυβέρνηση να αξιολογεί, με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη για την εφαρμογή του χρηματοδοτικού μηχανισμού στήριξης, την εξάπλωση της φτώχειας στη χώρα και να δημιουργήσει ένα «ολοκληρωμένο σύστημα στατιστικής παρακολούθησης της φτώχειας»[7].
Β. Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (Δ.Ο.Ε.)
» Θέση 36. Αλλά, επίσης, σημείωσε: «Σε απάντηση στο ερώτημα που θέτει η αποστολή υψηλού επιπέδου, η Κυβέρνηση παραδέχτηκε ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχονται από την ΕΛΣΤΑΤ[8], περίπου το 20% του πληθυσμού απειλείται από τη φτώχεια. Ωστόσο, δεν είχε την ευκαιρία, κατά τη διάρκεια συναντήσεων με την Τρόικα, να θίξει το ερώτημα των επιπτώσεων της μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό σύστημα σχετικά με την εξέλιξη της φτώχειας, ιδίως για τα άτομα με περιορισμένους πόρους, και παροχές κοινωνικής ασφάλισης που θα τους επέτρεπαν να τα βγάλουν πέρα. Ομοίως, δεν μπόρεσε να θέσει το ζήτημα των επιπτώσεων των ακουλουθούμενων πολιτικών στους τομείς της φορολογίας των μισθών, της απασχόλησης και στη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Η Κυβέρνηση καθησυχάστηκε από το γεγονός ότι αυτά τα θέματα ήταν στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων του διεθνούς οργανισμού, ελπίζοντας ότι η ΔΟΕ θα μπορούσε να επιστήσει την προσοχή στην Τρόικα»(§ 88, σελ. 23).
» Θέση 37. Δήλωσε επίσης ότι: «Ούτε ο φορέας που είναι αρμόδιος για την αναλογιστική μελέτη, ούτε το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχει στοιχεία για το θέμα αυτό. Είναι σημαντικό να υπάρξει συλλογή αυτών των δεδομένων για τους σκοπούς της αποστολής υψηλού επιπέδου» (§ 323, σ.. 62).
Γ. Ελληνική Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
» Θέση 38. Στις 8 Δεκεμβρίου 2011, η Ελληνική Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εξέδωσε σύσταση σχετικά με την «επιτακτική ανάγκη να αντιστραφεί η απότομη μείωση των ατομικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων». Η σύσταση αυτή επικεντρώνεται σε πολλά θέματα. Όσον αφορά την κατάσταση της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, η Επιτροπή εκφράζει τη βαθιά ανησυχία
«Οι συνεχιζόμενες δραστικές μειώσεις των ακόμη χαμηλότερων μισθών και συντάξεων (...)» [γαλλική έκδοση δεν είναι διαθέσιμη]. (Σύσταση σχετικά με την επιτακτική ανάγκη να αντιστραφεί η απότομη μείωση των ατομικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, η Ελληνική Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου).
Δ. Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης
» Θέση 46. Τον Ιούνιο του 2012, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο ψήφισμά του σχετικά με τα μέτρα λιτότητας, κάλεσε τα μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης «να υπογράψουν και να επικυρώσουν τον αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την κοινωνική ασφάλιση, αν αυτό δεν είχε ακόμα γίνει»
Επιπλέον, τα κράτη μέρη κλήθηκαν «να αξιολογήσουν με ακρίβεια τα τρέχοντα προγράμματα λιτότητας σχετικά με τις επιπτώσεις στις βραχυπρόθεσμες και μακροχρόνιες δημοκρατικές αποφάσεις και τα πρότυπα σχετικά με τα κοινωνικά δικαιώματα, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και τις κοινωνικές υπηρεσίες (...) για τις πιο ευάλωτες ομάδες (άτομα με ειδικές ανάγκες, μετανάστες, άνεργοι, κλπ)». (Τα μέτρα λιτότητας - ένας κίνδυνος για τη δημοκρατία και τα κοινωνικά δικαιώματα, το ψήφισμα 1884 (2012) της 26ης Ιουνίου 2012, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, § § 10.3 και 10.6).
» Θέση 47. Επιπλέον, η Επιτροπή σημειώνει ότι στην έκθεση της, που παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 2012 στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο κ.Andrej Hunko, μέλος της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας και Αειφόρου Ανάπτυξης σημείωσε τα ευρήματα πολλών μελετών σχετικά με τον αντίκτυπο των μέτρων λιτότητας. Συγκεκριμένα, ο κ. Hunko αναφέρθηκε σε πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με την οποία «αν οι αρχικές απαντήσεις στην κρίση έθεσαν γενικά το ζήτημα της κοινωνικής προστασίας, τότε η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος και η μείωση του επιπέδου των συντάξεων κατέληξαν στη διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων, επηρεάζοντας κυρίως τους φτωχούς». Σημείωσε επίσης από τα συμπεράσματα της μελέτης ότι «το σημερινό φορολογικό σύστημα θα μπορούσε να βελτιωθεί με την πιο προοδευτική φορολογία, δηλαδή με την αύξηση της βαρύτητας της φορολογίας στα υψηλά εισοδήματα» (Τα μέτρα λιτότητας - ένας κίνδυνος για τη δημοκρατία και τα κοινωνικά δικαιώματα, το ψήφισμα 1884 (2012) της 26ης Ιουνίου 2012, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, § 38, σύμφωνα με: ΟΟΣΑ (2011) «Αυξανόμενη ανισότητα: Γιατί το εισοδηματικό χάσμα διευρύνεται», Εκδόσεις ΟΟΣΑ, 2011).
Στο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Απόφανση κατά δίκαιο» η Επιτροπή επισημαίνει ότι:
«Θέση 50. Όσον αφορά την παρατήρηση από την Κυβέρνηση ότι τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη του 1961 περιορίστηκαν σύμφωνα με άλλες διεθνείς υποχρεώσεις της, δηλαδή αυτές που προκύπτουν από το δάνειο που λαμβάνεται από ιδρύματα της ΕΕ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Επιτροπή θεωρεί ότι το γεγονός, ότι τα αμφιλεγόμενα εθνικά μέτρα τείνουν να ικανοποιήσουν μια άλλη διεθνή υποχρέωση, δεν τα υπεξαιρεί από το Χάρτη. Είχε προηγουμένως υπομνήματα σχετικά με τις διατάξεις που θεσπίστηκαν από τα συμβαλλόμενα κράτη για τον Χάρτη για την εφαρμογή των οδηγιών της ΕΕ ή άλλων προτύπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT) κατά της Γαλλίας, Προσφυγή αρ. 55/2009, απόφαση επί της ουσίας της 23ης Ιουνίου 2010, § 32, η Γαλλική Συνομοσπονδία Στελεχών (CFE-CGC), Προσφυγή αριθ. 16/2003, απόφαση επί της ουσίας της 12ης Οκτωβρίου 2004, § 30).
» Θέση 51. Σε αυτό το ίδιο θέμα, η Επιτροπή είπε επίσης ότι όταν τα Κράτη μέρη αποδέχονται δεσμευτικές διατάξεις που αναφέρονται σε θέματα που ρυθμίζονται από τον Χάρτη, όπως και στην επεξεργασία αυτού του κειμένου καθώς και στην εφαρμογή του στο εθνικό δίκαιο, είναι δική τους ευθύνη να λαμβάνουν υπόψη τις δεσμεύσεις τους σύμφωνα με την κύρωση του Χάρτη. Είναι η Επιτροπή η οποία, σε τελική ανάλυση, εκτιμά κατά πόσον η εθνική κατάσταση είναι σύμφωνη με το Χάρτη, και αυτό, ακόμη και όταν η παράλληλη εφαρμογή των διεθνών υποχρεώσεων στο εθνικό δίκαιο μπορεί να επηρεάσει την εφαρμογή των όσων απορρέουν από τον Χάρτη (CGT κατά της Γαλλίας, Προσφυγή υπ’ αρ. 55/2009, που αναφέρεται ανωτέρω, § 33).
Τέλος, στο κεφάλαιο Β’ – Εκτίμηση της Επιτροπής, τονίζονται τα ακόλουθα:
«Θέση 69. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι, ακόμη και αν, λόγω της οικονομικής κατάστασης ενός συμβαλλόμενου Κράτους είναι αδύνατο για ένα κράτος να διατηρήσει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης το οποίο είχε προηγουμένως επιτευχθεί, είναι απαραίτητο, με βάση διατάξεις του άρθρου 12 § 3, το συμβαλλόμενο Κράτος να προσπαθήσει να διατηρήσει αυτό το σύστημα σε ικανοποιητικό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη τις προσδοκίες των δικαιούχων του συστήματος και το ατομικό δικαίωμα του καθενός να ωφεληθεί πραγματικά από το δικαίωμα του στην κοινωνική ασφάλιση. Η απαίτηση αυτή βασίζεται στη δέσμευση των συμβαλλόμενων κρατών να "προσπαθήσουν να βελτιώσουν σταδιακά το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης σε ένα υψηλότερο επίπεδο", σαφώς ορισμένο στο άρθρο 12 § 3, και, σύμφωνα με το άρθρο 12 § 2, είναι απαραίτητο για τη διατήρηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο τουλάχιστον ίσο με εκείνο που απαιτείται για την επικύρωση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλισης (σε σχέση με το Χάρτη του 1961, τη Σύμβαση αριθ. 102 του ΔΟΕ σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές της κοινωνικής ασφάλισης).
»Θέση 72. Η επιτροπή πιο συγκεκριμένα ανέφερε ότι, προκειμένου να αποφανθεί επί της συμβατότητας με τον Χάρτη των Δικαιωμάτων των περιορισμών στην κοινωνική ασφάλιση, για λόγους οικονομικής και κοινωνικής τάξης, λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:
«α. τη φύση των αλλαγών (πεδίο εφαρμογής, προϋποθέσεις για τη χορήγηση της παροχής, επίπεδο των υπηρεσιών, διάρκεια της υπηρεσίας, κλπ.)
β. τους λόγους των αλλαγών και το πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής στην οποία είναι ενσωματωμένες, η σημασία των αλλαγών (κατηγορίες και αριθμός ατόμων που πλήττονται, ποσό των επιδομάτων πριν και μετά την αλλαγή)
γ. την ανάγκη για μεταρρύθμιση και την καταλληλότητά του για την αρχική του κατάσταση (επιδιωκώμενοι στόχοι)
δ. την ύπαρξη των μέτρων κοινωνικής βοήθειας σε ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη, ως αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών, και
ε. τα αποτελέσματα αυτών των αλλαγών. «(Γενική Εισαγωγή στη Συμπεράσματα XIV-1, σ. 11).
»Θέση 75. Γενικότερα, η Επιτροπή έχει ήδη κληθεί να αποφανθεί σχετικά με τον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης στα κοινωνικά δικαιώματα. Αποφάνθηκε λοιπόν ότι: «η αύξηση της ανεργίας απειλεί τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής πρόνοιας, δεδομένου ότι ο αριθμός των δικαιούχων αυξάνεται, ενώ τα έσοδα από φόρους και κοινωνικές εισφορές μειώνονται». Αλλά και προσχωρόντας στον Χάρτη του 1961, τα συμβαλλόμενα μέρη «συμφώνησαν να επιδιώξουν με κάθε πρόσφορο μέσο την επίτευξη των προϋποθέσεων για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην υγεία, του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, του δικαιώματος στην κοινωνική και ιατρική βοήθεια, καθώς και του δικαιώματος σε κοινωνικές υπηρεσίες"» Στο πλαίσιο αυτό, «η οικονομική κρίση δεν πρέπει να οδηγήσει σε μείωση της προστασίας των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη. Οι κυβερνήσεις πρέπει να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα δικαιώματα αυτά είναι πραγματικά εγγυημένα όταν η ανάγκη για προστασία είναι μεγαλύτερη. «(Γενική Εισαγωγή στα συμπεράσματα XIX-2, 2009). Η Επιτροπή διευκρίνησε επίσης επί της συγκεκριμένης ανάλυσης ότι «παραχωρόντας αυτές τις εγγυήσεις θα είχε, επιπλέον, ως αποτέλεσμα όχι μόνο την επιβάρυνση των μισθωτών με ένα μεγάλο μέρος των συνεπειών της κρίσης, αλλά ακόμα, την αποδοχή προκυκλικών συνεπειών τέτοιας φύσεως που να επιδεινώνουν την κρίση και να επιβαρύνουν τα κοινωνικά ταμεία, ιδίως αυτό της κοινωνικής βοήθειας, εκτός και αν αυτό δεν αντισταθμίζει την απώλεια των πόρων που σχετίζονται με την κάμψη των δραστηριοτήτων του, οι οποίες συνεπάγονται τη διακοπή των κοινωνικών υποχρεώσεων του Χάρτη». (Γενική Ομοσπονδία των Εργαζομένων της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ-ΓΕΝΟΠ)/Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ) κατά της Ελλάδας, Προσφυγή υπ’αριθμ. 65/2011, απόφαση επί της ουσίας της 23ης Μαΐου 2012, § 18 ).
»Θέση 78. Η Επιτροπή εκτιμάει ότι το σωρευτικά αποτέλεσμα των περιορισμών που έχουν αποφασισθεί όπως τα γνωστοποίησαν τα αιτούντα συνδικάτα (βλ. παραγράφους 56-61 παραπάνω), το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από την Κυβέρνηση, συνιστά εκ των πραγμάτων μια σημαντική υποβάθμιση του επιπέδου ζωής και των συνθηκών ζωής ενός σοβαρού αριθμού συνταξιούχων τους οποίους αυτά αφορούν.
»Θέση 79. Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το ιδιαίτερο περιβάλλον το οποίο έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της περίστασης κατά την οποία η Κυβέρνηση αναγκάσθηκε να αποφασίσει επειγόντως τα μέτρα αυτά, η Επιτροπή εκτιμάει επιπλέον ότι η Κυβέρνηση δεν μελέτησε ούτε ανέλυσε τα αποτελέσματα που θα έχουν τα συγκεκριμένα μέτρα καθώς και δεν εκτίμησε κατά τρόπο εμπεριστατωμένο τις επιπτώσεις στις πιο ασθενείς κοινωνικές ομάδες. Επιπλέον, δεν συζητήθηκαν οι διαθέσιμες μελέτες – απόψεις με τις ενδιαφερόμενες οργανώσεις, όπως αυτές εκπροσωπούν τα συμφέροντα σημαντικών κατηγοριών που θίγονται από τα μέτρα.
»Θέση 80. Η Επιτροπή εκτιμάει ότι δεν εξετάστηκε αν άλλα μέτρα θα μπορούσαν να παρθούν, με στόχο να οριοθετήσουν τα σωρευτικά αποτελέσματα των περικοπών που λήφθηκαν για τους συνταξιούχους.
»Θέση 81. Από μία γενική άποψη και κατά συνέπεια, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η Κυβέρνηση δεν αποδεικνύει, σε αντίθεση με τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει με το άρθρο 12 παρ. 3, ότι διατηρεί μια επαρκή προστασία για τα ευπαθή μέλη της κοινωνίας, ακόμη και αν το αποτέλεσμα των ληφθέντων μέτρων κινδυνεύει να οδηγήσει, έτσι όπως αναδεικνύουν άλλες διεθνείς οργανώσεις (βλ. παρα. 36 και 47 παραπάνω), σε μαζική εξαθλίωση ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού.
»Θέση 82. Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά, όπως εφαρμόζεται από το Δικαστήριο σύμφωνα με τη Σύμβαση, ότι οι αποφάσεις που ελήφθησαν σχετικά με τις συνταξιοδοτικές αξιώσεις, πρέπει να σεβαστούν την απαίτηση να συμφιλιωθεί το γενικό συμφέρον με τα κοινωνικά δικαιώματα, εν προκειμένω των συνταξιούχων, συμπεριλαμβανομένων των νόμιμων προσδοκιών που έχουν τα μέλη αναφορικά με τη σταθερότητα των εφαρμοσμένων κανόνων με αντικείμενο τα κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα. Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι τα εν λόγω περιοριστικά μέτρα - τα οποία δείχνουν να οδηγούν στη στέρηση από ένα τμήμα του πληθυσμού μιας σημαντικής μερίδας των μέσων διαβίωσης – ελήφθησαν κατά τρόπο που δε σέβονται τη νόμιμη προσδοκία των συνταξιούχων να εφαρμόζονται οι τροποποιήσεις στις κοινωνικοασφαλιστικές αξιώσεις τους λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ευαισθησία τους, τις ειλημμένες οικονομικές προσδοκίες τους και τέλος, το δικαίωμα σε αποτελεσματική πρόσβαση στη κοινωνική προστασία και στη κοινωνική ασφάλιση. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι υπάρχουν άλλα μέτρα κατάλληλα για την αντιμετώπιση των προσφυγών που αφορούν τις επιπτώσεις της επίδικης νομοθεσίας στο δικαίωμα στην περιουσία των συνταξιούχων. Εν προκειμένω, τα εθνικά Δικαστήρια μπορούν επίσης να διαδραματίσουν ένα σημαντικό ρόλο.
»Θέση 83. Η Επιτροπή ορίζει, κατά συνέπεια, ότι λόγω του σωρευτικού αποτελέσματος των περιοριστικών μέτρων και της διαδικασίας που υιοθετήθηκε για την εφαρμογή τους, που περιέχονται στους νόμους 3845/6.5.2010, 3847/11.5.2010, 3863/15.7.2010, 3865/21.7.2010, 3896/1.7.2011 και 4024/27.10.2011, 3833/15.3.2010, 3866/26.5.2010, 3986/1.7.2011, 4002/22.8.2011, 4051/28.2.2012 και 4093/2012 οι οποίοι παραβιάζουν το άρθρο 12 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του 1961.
[1] Η τράπεζα Northern Rock έσυρε το χορό. Η οικονομική κρίση συνεχίστηκε το 2008 και η οικονομική «επιδημία» σάρωσε τις διεθνείς αγορές. Στις Η.Π.Α. η μια τράπεζα μετά την άλλη, όπως η Bear Sterns, η Indy Mac (η τέταρτη μεγαλύτερη χρεοκοπία τράπεζας στην ιστορία των Η.Π.Α.), η Merrill Lynch, Lehman Brothers, Washington Mutual και Wachoria, κατέρρευσαν και η επιδημία εξαπλώθηκε σε όλη την Ε.Ε. Οι ηγέτες της Ε.Ε. αποφάσισαν και εφάρμοσαν προγράμματα διάσωσης των τραπεζών. Πρβλ. «Συνδεδεμένοι» Ν. Χρηστάκης, James Fowler, εκδόσεις Κάτοπτρο, σελ. 187 «Η ροή του χρήματος».
[2] Επίσης η Επιτροπή προσέθεσε ότι «με αυτόν το στόχο, οι αρχές [...] της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης [...] γίνονται ιδιαίτερα σημαντικές σε περιόδους δυσκολιών".
[3] Eurostat: 31%, ήτοι 3.400.000 πληθυσμός βρίσκεται κάτω από τα όρια της φτώχειας, 26% άνεργοι περίπου δηλαδή 1.200.000 πληθυσμός.
[4] Σ’ αυτή τη βάση, η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει συμπεράνει ότι η προ ενός μηνός προειδοποίηση, όπως ορίζεται από το άρθρο 17 παρα. 5 για τους εργαζόμενους με πάνω από ένα έτος απασχόληση, είναι σύμφωνη με τον Χάρτη του 1961.
[5] Ομοσπονδία Δικαστικών Υπαλλήλων, Σωματείο Συνταξιούχων ΗΣΑΠ, Σύνδεσμος Συνταξιούχων ΑΤΕ, Πανελλήνια Ομοσπονδία Συνταξιούχων Δ.Ε.Η.
[6] Επίσης η Επιτροπή προσέθεσε ότι «με αυτόν το στόχο, οι αρχές [...] της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης [...] γίνονται ιδιαίτερα σημαντικές σε περιόδους δυσκολιών".
[7] Επιπλέον προτάθηκε στην ελληνική κυβέρνηση να συντονίσει τις κοινωνικές πολιτικές ασφάλισης με τις φορολογικές πολιτικές και πολιτικές απασχόλησης και αποζημίωσης.
[8] Eurostat: 31%, ήτοι 3.400.000 πληθυσμός βρίσκεται κάτω από τα όρια της φτώχειας, 26% άνεργοι περίπου δηλαδή 1.200.000 πληθυσμός.