• Bginternal

    Δημοσιεύσεις

Ημερίδα Θεσσαλονίκη



Ο ΝΕΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΤΙΚΗ ΜΕΙΩΣΗ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΩΝ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΩΝ

 

Εισήγηση του Λουκά Αποστολίδη Δικηγόρου, πρ. Αντιπροέδρου της Βουλής

στην ημερίδα Ασφαλιστικό – Συνταξιοδοτικό του Συνδέσμου Συνταξιούχων του Δημοσίου Ν. Θεσσαλονίκης.

 

Ι. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ

Οι ρυθμίσεις των Μνημονίων για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης της χώρας μας είχαν και συνεχίζουν να έχουν τρεις βασικούς στόχους.

α. Τον ριζικό επαναπροσδιορισμό του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σχετικά με τη δημόσια περιουσία, τις δαπάνες και τα λεγόμενα κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες (υγεία, παιδεία, πρόνοια, κατοικία κ.α.)

β. Τη δραστική μείωση του εργατικού κόστους (μισθοί, επιδόματα, ωριμάνσεις κ.α.) και των συντάξιμων αποδοχών με συνεχείς μεταβολές του ασφαλιστικού συστήματος.

γ. Την ακύρωση των κοινωνικών θεσμών της αστικής Δημοκρατίας (συλλογικές διαπραγματεύσεις – κοινωνικός διάλογος κ.α.) τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους δικαίου και τον μαρασμό της κοινωνικής Δημοκρατίας.

Αυτή η φιλοσοφία των Μνημονίων συνεχίζεται να εκφράζεται με την οδυνηρή εφαρμογή του 3ου Μνημονίου.

Ενδεικτικά αναφέρουμε:

α. Στο Ειδικό Ταμείο, (που θεσμοθετείται από το νέο ασφαλιστικό – φορολογικό νόμο 4387/2016) περιέρχεται το σύνολο της δημόσιας περιουσίας, προς ιδιωτικοποίηση. Η Διοίκηση του Ταμείου θα  ελέγχεται και θα διαχειρίζεται από τους δανειστές έξω από τον έλεγχο της κοινοβουλευτικής διαδικασίας για τα επόμενα 99 χρόνια. Η χώρα ουσιαστικά χάνει την εθνική της κυριαρχία στη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και η Δημοκρατία μας γίνεται πτωχότερη.

β. Οι δραστικές μειώσεις των ασφαλισμένων συνεχίζονται και το έγκλημα αυτό δεν είναι πλέον στιγμιαίο αλλά διαρκείας.

Οι νέες μειώσεις στο ασφαλιστικό τοπίο παραβιάζουν ευθέως θεμελιώδεις αρχές και συνταγματικά δικαιώματα, καθώς και διεθνείς συμβάσεις. Ενδεικτικά αναφέρω τα ακόλουθα:

Παραβιάζεται:

  • Η αρχή της ισότητας. παραβιάζεται ευθέως διότι οι μεσαίες και ανώτερες συντάξεις έχουν υποστεί μία χιονοστιβάδα συνεχών μειώσεων, παρά το ότι έχουν πληρώσει μεγαλύτερες εισφορές.
  • Η αρχή της αναλογικότητας εισφορών – παροχών παραβιάζεται βάναυσα, καθώς και η αρχή της ίσης κατανομής των βαρών.
  • Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προς το κράτος.
  • Η αρχή της αξιοπρεπούς διαβίωσης των πολιτών.

      Να επισημάνουμε επίσης ότι:

  • Η ολοκληρωτική αντίληψη της φτωχοποίησης των πάντων, ανατρέπει την εργασιακή κατηγοριοποίηση και ιεραρχία, ισοπεδώνοντας κάθε κίνητρο για δημιουργία και παραγωγικότητα.
  • Η λογική της ήσσονος προσπάθειας επιβραβεύεται με την ισοπεδωτική φτωχοποίηση δημιουργώντας συνθήκες στασιμότητας.

Οι μειώσεις συνεχίζονται τόσο άμεσα και αριθμητικά στις συντάξιμες αποδοχές, όσο και με τα φορολογικά μέτρα και την έμμεση φορολόγηση στην κατανάλωση.

Α. Άμεσες ονομαστικές μειώσεις με βάση τις ρυθμίσεις του 3ου Μνημονίου

α. Το πρώτο κύμα στα προαπαιτούμενα (Αύγουστος 2015).

β. Το δεύτερο κύμα με τον πρόσφατο νόμο (4387/2016).

Β. Έμμεσες μειώσεις του μισθού και των συντάξεων.

α. Έμμεσοι φόροι στα βασικά είδη κατανάλωσης.

β. ΕΝΦΙΑ (φόρος ακίνητης περιουσίας).

γ. Αυξήσεις στα ΙΧ (φόρος πολυτελείας, τέλη κυκλοφορίας, διόδια, φορολογία καυσίμων κ.α.).

           

  1. II. ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΦΕΡΝΕΙ O ΝΕΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ – ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ (4387/2016)

 

Οι βασικές επιβαρύνσεις αφορούν τη συντριπτική πλειονότητα ασφαλισμένων και συνταξιούχων και αφορούν:

  • - μειώσεις των νέων συντάξεων κατά 30%.
  • - Περικοπές σε συνταξιούχους με άθροισμα κύριας και επικουρικής άνω των 1.300 ευρώ και καθιέρωση  υψηλών εισφορών (20%) για όλους.
  • - Μείωση των επικουρικών συντάξεων ως και 40% μέσω του επανυπολογισμού τους. Μειώσεις σε εφάπαξ ως 15% και μερίσματα κατά 32%.
  • - Σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ.
  • - Μείωση των δικαιούχων συντάξεων χηρείας με τη θέσπιση ηλικιακού ορίου.
  • - Μείωση κατά 60% θα υποστούν οι συντάξεις όσων εργάζονται.

 

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ: ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

  1. Το άθροισμα του καθαρού ποσού των συντάξεων των παραπάνω προσώπων, που δικαιούται κάθε συνταξιούχος από οποιαδήποτε αιτία από το Δημόσιο, ΝΠΔΔ, ή οιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Στον υπολογισμό του ανώτατου ορίου καταβολής σύνταξης που αφορά στα άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση και των οικογενειών που έχουν μέλη τους άτομα με αναπηρία δεν λαμβάνονται υπόψη τα πάσης φύσεως επιδόματα αναπηρίας. Από την 1.1.2019 καταβάλλεται το τυχόν υπερβάλλον ποσό που προκύπτει σε σχέση με ανώτατο όριο των παραγράφων  και το νέο ύψος των συντάξεων όπως θα προκύψει σύμφωνα με την κατά το άρθρο 14 αναπροσαρμογή τους.
  2. Οι νέες συντάξεις που θα δοθούν μετά την ισχύ του νέου Ασφαλιστικού θα είναι μειωμένες κατά 30%, ενώ η ασφάλιση μετά τα 25 έτη και με αμοιβές πάνω από 1.300 ευρώ καθίσταται ασύμφορη. Στο Ασφαλιστικό προβλέπονται «φανερές και κρυφές» μειώσεις στις συντάξιμες αποδοχές. Οι νέες συντάξεις μειώνονται μεσοσταθμικά σε ποσοστό 15 – 20%, λόγω μείωσης των ποσοστών αναπλήρωσής τους. Για τα 15 έτη ασφάλισης ο σχετικός συντελεστής είναι 0,77, ενώ ανέρχεται στο 2, για 40 χρόνια προϋπηρεσίας. Οι αυξήσεις αναμένεται να είναι μεγαλύτερες (έως 30%), για όσους έχουν περισσότερα από 25 έτη ασφάλισης, στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις διασώζονται, προς το παρόν, από την εφαρμογή του μέτρου της προσωπικής διαφοράς.
  3. Τα μερίσματα που χορηγεί το Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων (ΜΤΠΥ), αποφασίστηκε να «αναπροσαρμοστούν» και μάλιστα αναδρομικά, με βάση τα ελλείμματα που προκαλούνται από την 1.1.2016 και μετά. Αναμένεται να υπάρξει περικοπή μεγαλύτερη από 32,5%.

 

ΕΚΑΣ

Για την καταβολή του επιδόματος οι δικαιούχοι πρέπει, από την ψήφιση του νόμου και μετά, να πληρούν αθροιστικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α. Να έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους. Για τους συνταξιούχους λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, καθώς και για τα τέκνα που λαμβάνουν σύνταξη λόγω θανάτου του γονέα τους, δεν απαιτείται όριο ηλικίας.

β. Το συνολικό καθαρό ετήσιο εισόδημα από συντάξεις να μην υπερβαίνει τα 7.972 ευρώ.

γ. Το συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημα να μην υπερβαίνει τα 8.884 ευρώ.

δ. Το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα να μην υπερβαίνει τα 11.000 ευρώ. Τα παραπάνω ποσά αφορούν εισοδήματα του προηγούμενου φορολογικού έτους.

ε. Το συνολικό ακαθάριστο ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης να μην υπερβαίνει τα 664 ευρώ.

Τα εισοδηματικά όρια για την καταβολή του επιδόματος διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες:

- ΕΚΑΣ 230 ευρώ το μήνα: Όσοι έχουν ετήσιο εισόδημα από συντάξεις (κύριες και επικουρικές) μισθούς, ημερομίσθια και λοιπά επιδόματα ή βοηθήματα, μέχρι 7.216 ευρώ.

- ΕΚΑΣ 172,5 ευρώ το μήνα: Όσοι έχουν εισοδήματα από 7.216,01 ευρώ έως 7.518 ευρώ ετησίως.

- ΕΚΑΣ 115 ευρώ το μήνα: Όσοι έχουν εισοδήματα από 7.518,01 ευρώ έως 7.720 ευρώ ετησίως.

- ΕΚΑΣ 57,5 ευρώ το μήνα: Όσοι έχουν εισοδήματα από 7.720,01 ευρώ, έως 7.972 ευρώ.

 

ΠΑΛΙΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ

Οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις παίρνουν περίοδο χάριτος για 2,5 έτη ακόμα καθώς θα συνεχίσουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014 (σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις) και μέχρι τις 31/12/2018.

 Από την 1.1.2019, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ' έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων.

Στην σπάνια περίπτωση που το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους, τότε δίνεται αύξηση με δόσεις. Δηλαδή, η σύνταξη προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι συντάξεις όσων καταθέτουν αίτηση συνταξιοδότησης μέχρι την ημερομηνία έναρξης του νόμου υπολογίζονται βάσει των διατάξεων που ίσχυαν έως τις 31/12/2014.

 

ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ

Καταργείται η κατώτερη σύνταξη, που μέχρι τώρα ήταν 486 ευρώ με 15 χρόνια ασφάλισης και 4.500 ένσημα. Καθιερώνεται η εθνική σύνταξη, η οποία διαμορφώνεται στα 384 ευρώ, για όσους θα έχουν στο εξής από 20 έτη ασφάλισης και άνω. Για περιπτώσεις συνταξιοδότησης με λιγότερα έτη, η εθνική σύνταξη θα είναι μικρότερη κατά 2% για κάθε έτος πριν από το 20ό.

 Έτσι, για όσους φεύγουν με 19 χρόνια θα ανέρχεται σε 376 ευρώ (-2%), στα 18 χρόνια θα φθάνει τα 368 ευρώ (-4%), με 17 χρόνια τα 361 ευρώ (-6%), με 16 χρόνια τα 353 ευρώ (-8%) και με 15ετία τα 345 ευρώ (-10%).

Σημαντική μείωση της Εθνικής Σύνταξης προβλέπεται και για τις συντάξεις αναπηρίας (μειωμένες συντάξεις), καθώς τα 384 ευρώ θα λαμβάνουν μόνο όσοι έχουν ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω.

Με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της Εθνικής Σύνταξης, ενώ με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως 66,99% θα χορηγείται το 50%.

Επικουρικές συντάξεις

            Πλέγμα προστασίας (άθροισμα κύριας και επικουρικής) ορίζεται στα 1.170 ευρώ καθαρά (1.300 μικτά), ενώ αφήνεται  ανοιχτό το ενδεχόμενο το υπερβάλλον ποσό (που ξεπερνά τα 1.170 ευρώ) να μηδενιστεί σε περιπτώσεις συντάξεων με υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης (κυρίως σε ΔΕΚΟ)  με αποτέλεσμα αυτή η κατηγορία των συντάξεων να υποστεί μείωση έως και 40%. Επιπλέον σε περίπτωση αύξησης των ελλειμμάτων του επικουρικού ταμείου και μείωσης των εσόδων ενεργοποιείται αυτόματα μηχανισμός περικοπής των συντάξεων (ΚΌΦΤΗΣ).

            Στις επικουρικές συντάξεις για τους ασφαλισμένους από 01/01/2014 και εφεξής αλλά και για τους ασφαλισμένους μέχρι 31/12/2013 που η αίτηση συνταξιοδότησης κατατέθηκε μετά την 01/01/2015 το ποσό θα αποτελείται από δύο τμήματα:

α) Από το τμήμα που αντιστοιχεί στο χρόνο μέχρι 31/12/2014 και θα υπολογίζεται με ποσοστό αναπλήρωσης 0,45% για κάθε χρόνο (μείωση περίπου 15% μεσοσταθμικά) και

β) Στο τμήμα που αντιστοιχεί στο χρόνο από 01/01/2015 και εφεξής και θα υπολογίζεται με βάση τη «ρήτρα βιωσιμότητας».

Συντάξεις χηρείας

 Όρια ηλικίας τα 52 έτη και το 55ο έτος, θέτει ο νέος νόμος για το Ασφαλιστικό, για τις συντάξεις λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου του Δημοσίου, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για την συνταξιοδότηση λόγω γήρατος ή αναπηρίας.

Στην περίπτωση αυτή δικαιούνται σύνταξη τα παρακάτω μέλη της οικογένειας του (επιζών σύζυγος, τέκνα, ακόμα και διαζευγμένος σύζυγος) ως εξής:

- Ο επιζών σύζυγος, εφόσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά το χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου. Εάν όμως έχει συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του κατά τον ως άνω χρόνο, δικαιούται σύνταξη για διάστημα τριών ετών, μετά την πάροδο των οποίων η καταβολή σύνταξης αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του. Εφόσον δεν έχει συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του κατά τον ως άνω χρόνο, δικαιούται σύνταξη για διάστημα τριών ετών.

- Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, με την προϋπόθεση ότι:

α) είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Το όριο αυτό παρατείνεται μέχρι του 24ου έτους, εφόσον φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ή Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης.

β) κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας.

- Ο διαζευγμένος σύζυγος, εφόσον πληροί αθροιστικά τις προϋποθέσεις για τον επιζώντα σύζυγο και επιπλέον τις εξής:

α) Ο πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλλε σε αυτόν διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με μεταξύ τους σύμβαση.

β) Να είχε συμπληρώσει δέκα  έτη έγγαμου βίου, μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.

γ) Το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της εγγάμου συμβιώσεως υπαιτιότητας του αιτούντος τη σύνταξη.

δ) Το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημά του να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφαλίστων Υπερηλίκων που καταβάλλεται από τον ΟΓΑ.

ε) Να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης. Στον νόμο γίνεται ειδική αναφορά για το ενδεχόμενο ο επιζών σύζυγος να μην δικαιούται σύνταξη χηρείας. Κάτι τέτοιο συμβαίνει αν ο θάνατος του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο πέντε ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός αν:

α) Ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα εργατικό ή ατύχημα εκτός εργασίας ή ανθρωποκτονία.

β) Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με το γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο.

γ) Η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο.

δ) Συντρέχει η περίπτωση ανασυστάσεως προϋπάρξαντος γάμου, αρκεί οι τελεσθέντες γάμοι, δηλαδή ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως, κατά τη διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, να έχουν διαρκέσει τουλάχιστον πέντε χρόνια συνολικά, και ο εξ ανασυστάσεως να διήρκησε τουλάχιστον 6 μήνες.

Σημειώνεται ότι το δικαίωμα σύνταξης, λόγω θανάτου, των ανωτέρω δικαιούχων καταργείται:

α) Με το θάνατο του δικαιούχου.

β) Με την τέλεση γάμου του δικαιούχου ή σύναψη συμφώνου συμβίωσης.

γ) Ειδικά για τα τέκνα με τη συμπλήρωση των ανωτέρω οριζόμενων ορίων ηλικίας.

δ) Από τότε που, με νεότερη κρίση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, έπαυσε η ανικανότητα για εργασία. Επισημαίνεται ότι το ποσό της σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων, υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή θα εδικαιούτο ο θανών κατά το χρόνο του θανάτου του αν κατά το χρόνο του θανάτου του καθίστατο ανάπηρος κατά ποσοστό 80% και επιμερίζεται, ως εξής:

α) Για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 50% της σύνταξης. Εάν ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος, περιορίζεται αυτή ως ακολούθως: Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και της συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη του επιζώντος συζύγου, υφίσταται, για κάθε πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε:

1% για τα έτη από το 10ο και το 20ό έτος.

2% για τα έτη από το 21ο έως το 25ο έτος.

3% για τα έτη από το 26ο έως το 30ό έτος.

4% για τα έτη από το 31ο έως το 35ο έτος.

5% για τα έτη από το 36ο και άνω.

β) Για τον διαζευγμένο, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιζών σύζυγος επιμερίζεται κατά 75% στο χήρο και 25% στον διαζευγμένο. Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του 10ου και μέχρι το 35ο έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος μειώνεται κατά 1% στο χήρο και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στον διαζευγμένο. Εάν πρόκειται για έγγαμο βίο, που διήρκησε πλέον των 35 ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιμερίζεται κατά 50% στο χήρο και 50% στον διαζευγμένο. Εάν ο θανών δεν καταλείπει χήρο, ο διαζευγμένος δικαιούται το αυτό ποσοστό του διαζευγμένου, κατά τα ως άνω, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον/την διαζευγμένο/η κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης κύριας και επικουρικής επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών.

γ) Για κάθε παιδί ποσοστό 25% της σύνταξης. Αν πρόκειται για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς, το παραπάνω ποσοστό διπλασιάζεται, εκτός αν το ορφανό παιδί δικαιούται σύνταξη και από τους δύο γονείς, οπότε το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης δεν διπλασιάζεται. Στον νόμο, τονίζεται ότι το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος. Σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος περιορίζεται ισόποσα το ποσοστό των τέκνων. Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα και η σύνταξη καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο μειωμένη, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται επιμερίζεται στα τέκνα. Σε περίπτωση που εκλείψουν οι προϋποθέσεις για χορήγηση ποσοστού σύνταξης θανάτου στα τέκνα, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται δεν καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο. Στον επιζώντα σύζυγο καταβάλλεται ολόκληρη η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα.  Μετά την πάροδο της τριετίας, σε περίπτωση που ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, η σύνταξη περιορίζεται στο 50% της σύνταξης λόγω θανάτου, έως τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του.

Μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 50% της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή θα εδικαιούτο ο θανών κατά το χρόνο του θανάτου του. Για την ειδική περίπτωση που ο επιζών των συζύγων, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, τότε λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων. Εφόσον, εντός χρονικού διαστήματος 5 ετών από την πρώτη καταβολή σύνταξης λόγω θανάτου, ο άνεργος επιζών ή διαζευγμένος σύζυγος προσληφθεί ως μισθωτός ή προχωρήσει σε έναρξη οικονομικής δραστηριότητας ως αυτοαπασχολούμενος, οι ασφαλιστικές του εισφορές καταβάλλονται από το Δημόσιο για διάστημα 2 ετών.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εξειδικεύονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Οι διατάξεις περί συντάξεων θανάτου εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου.

Αυξάνεται το κόστος εξαγοράς πλασματικών

            Μια ακόμη παράπλευρη απώλεια για τους μελλοντικούς συνταξιούχους περιλαμβάνει το νέο ασφαλιστικό και αφορά την δυνατότητα αναγνώρισης πλασματικών χρόνων ασφάλισης, η οποία καθίσταται σχεδόν απαγορευτική, λόγω της αύξησης του κόστους εξαγοράς.

 Πρόκειται σύμφωνα με τους ειδικούς για ένα ακόμη εισπρακτικό μέτρο, με στόχο την αύξηση των εσόδων του νέου Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) και αφορά την αλλαγή της βάσης υπολογισμού των πλασματικών ετών, που εκτινάσσει το κόστος εξαγοράς έως και κατά πέντε φορές περισσότερο σε σχέση με το τι ισχύει σήμερα. Βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, οι ασφαλισμένοι στο δημόσιο μπορούν να αναγνωρίσουν έως και δώδεκα πλασματικά έτη, ενώ στον ευρύτερο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα μέχρι επτά χρόνια με στόχο να «κλειδώσουν» ταχύτερα συνταξιοδοτικό δικαίωμα και να συνταξιοδοτηθούν.

            Μέχρι σήμερα, η αναγνώριση ως συνταξίμων των πλασματικών χρόνων (στρατός, σπουδές, παιδιά) απαιτεί την καταβολή εκ μέρους του ασφαλισμένου του Δημοσίου εισφορά 6,67% επί των συνταξίμων αποδοχών (όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης). Ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του υπαλλήλου (βασικός μισθός, επίδομα 140 ευρώ και επίδομα θέσης) του Οκτωβρίου 2011. Σε γενικές γραμμές τα ποσά που καλείται να δαπανήσει ο ασφαλισμένος είναι από 70 μέχρι 140 ευρώ το μήνα ανάλογα με την περίπτωση.    

            Αντίστοιχα για τους ασφαλισμένους του ιδιωτικού τομέα το κόστος για τις περισσότερες κατηγορίες πλασματικών ετών είναι στα 168 ευρώ (δηλαδή το 25επλάσιο του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη το 2015 ).

 Ειδικά για το στρατό είναι στο 20% του συνόλου των συντάξιμων αποδοχών, που όμως έχει έκπτωση από 30% μέχρι το 50% ανάλογα με τα έτη της θεμελίωσης. Η αλλαγή με τη διάταξη που περιλαμβάνεται στον νέο ασφαλιστικό νόμο, η αναγνώριση των πλασματικών ετών γίνεται με την καταβολή από τον ασφαλισμένο για κάθε μήνα πλασματικού χρόνου της εισφοράς, στο ποσοστό που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης εξαγοράς, δηλαδή 20% επί των συντάξιμων αποδοχών. Η εισφορά δε, υπολογίζεται επί των αποδοχών του ασφαλισμένου κατά το μήνα υποβολής της αίτησης εξαγοράς. Η αλλαγή αυτή είναι που οδηγεί έως και σε πενταπλασιασμό του κόστους.

 

ΕΦΑΠΑΞ

            Μειώσεις στα εφάπαξ που κατά μέσο όρο θα κυμανθούν στα επίπεδα του 15%, αλλά σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις μπορεί να αγγίξουν έως και το 25% – 30%, προκύπτουν από τις αλλαγές που επιφέρει στον τρόπο υπολογισμού του  νόμου για το Ασφαλιστικό. Ιδιαίτερα στο δημόσιο τομέα, που χορηγεί το 70% – 80% των εφάπαξ βοηθημάτων, το ποσό που εισέπρατταν έως τώρα οι δικαιούχοι ανερχόταν κατά μέσο όρο στα επίπεδα των 30.000 ευρώ, μετά τις μειώσεις που θα προκύψουν, θα υποχωρήσει στα επίπεδα των 25.500 ευρώ. Θα υπάρξουν όμως και δικαιούχοι, οι οποίοι θα λάβουν σημαντικά χαμηλότερο εφάπαξ, που μόλις που θα φτάνει τα 20.000 – 21.000 ευρώ.

        Σε κάθε περίπτωση, ο νόμος ορίζει ότι οι αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού, πρόκειται να επηρεάσουν και τα εφάπαξ που βρίσκονται στην αναμονή για να χορηγηθούν στους δικαιούχους, από τον Σεπτέμβριο του 2013 και μετά. Υπολογίζεται ότι υπερβαίνουν τις 63.000 τα εφάπαξ αυτής της κατηγορίες και αφορούν αιτήσεις που υποβλήθηκαν έγκαιρα από τους δικαιούχους, δεν έχουν όμως ακόμα απονεμηθεί, επειδή ο προηγούμενος μαθηματικός τύπος υπολογισμού τους, κρίθηκε ουσιαστικά μη εφαρμόσιμος.

 

Χάνουν το 60% ή ακόμη και ολόκληρη την σύνταξη όσοι εργάζονται

Μειωμένες σε ποσοστό 60% καταβάλλονται στο εξής οι συντάξεις, κύριες και επικουρικές, σε δικαιούχους, οι οποίοι αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ. Η μείωση ισχύει για όλους τους συνταξιούχους λόγω γήρατος του Δημοσίου, καθώς και όλων των φορέων, ταμείων, κλάδων ή λογαριασμών που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, για όσο χρόνο απασχολούνται ή διατηρούν την ιδιότητα ή την δραστηριότητα.

            Ειδικά στην περίπτωση που οι συνταξιούχοι αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν δραστηριότητα σε φορείς της γενικής Κυβέρνησης, τότε η καταβολή της σύνταξής ή των συντάξεών τους, κύριων και επικουρικών αναστέλλεται. Η αναστολή ισχύει για όσο χρόνο διαρκεί η παροχή της εργασίας τους ή των υπηρεσιών τους ή η δραστηριότητά τους.

            Στον νόμο επισημαίνεται ρητά ότι ο συνταξιούχος που αναλαμβάνει εργασία ή αυτοαπασχολείται μπορεί να χρησιμοποιήσει το χρόνο της ασφάλισής του κατά το χρονικό διάστημα της κατά τα ανωτέρω απασχόλησής του ή της περικοπής ή αναστολής καταβολής της σύνταξής του, για την προσαύξηση της επικουρικής σύνταξης ή / και του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης.

            Οι συνταξιούχοι υποχρεούνται πριν αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν να δηλώσουν τούτο στον ΕΦΚΑ καθώς και στο ΕΤΕΑ ή στο φορέα επικουρικής ασφάλισης από τον οποίο συνταξιοδοτούνται. Παράλειψη της δήλωσης συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου του ποσού που έπρεπε να του παρακρατηθεί, κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του ή της αυτοαπασχόλησής του, που επιβαρύνεται με ετήσιο επιτόκιο 4,56%. Ο δε ΕΦΚΑ δικαιούται να συμψηφίζει το ποσό με μελλοντικές συντάξεις και μέχρι του ύψους του 1/4 της συντάξεως.

      Οι παραπάνω διατάξεις έχουν εφαρμογή για όσους θα αναλάβουν εργασία ή θα αυτοαπασχοληθούν, γενικά, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

 

ΙΙΙ. ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΙ – ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΚΑΙ

ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ

 

Η αντίθεση των πρόσφατων φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων του εισοδήματος των αυταπασχολούμενων και, ιδίως, των δικηγόρων, στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ

  1. Η ένταξη των αυταποασχολούμενων και των μισθωτών στον  ΕΦΚΑ αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι οι δυο αυτές κατηγορίες τελούν υπό εντελώς διαφορετικές (πραγματικές και νομικές) συνθήκες σε ότι αφορά: α) την πηγή του εισοδήματος β) το εισόδημα που βαρύνεται με τις εισφορές γ) τους υπόχρεους και το βάρος πληρωμής των εισφορών και δ) το βάρος της ευθύνης λόγω μη πληρωμής των εισφορών.

       Το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι τελούν υπό διαφορετικές (νομικές) συνθήκες με τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα και, ως εκ τούτου, είναι αντισυνταγματική η ένταξή τους στον   ΕΦΚΑ. Κατά μείζονα λόγο (a fortiori) είναι αντισυνταγματική και η εξομοίωση των αυτοαπασχολούμενων με τους μισθωτούς, που επέρχεται με την ένταξή τους στον  ΕΦΚΑ.  

 

  1. Η  σωρευτική  φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση του εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων και, ιδίως, των Δικηγόρων, στην πραγματικότητα αποτελεί δήμευση του καθαρού εισοδήματος τους.

     ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗΝ ΔΗΜΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ:

 Η κατάργηση του αφορολογήτου ορίου, οι υπέρογκοι συντελεστές φορολόγησης και  εισφοροεπιβάρυνσης, το τέλος επιτηδεύματος, η προκαταβολή φόρου για το επόμενο έτος, η εισφορά αλληλεγγύης, η επιβολή ασφαλιστικών εισφορών φορολογικού χαρακτήρα και η κατάργηση της εξαίρεσης  των δικηγόρων από την υπαγωγή τους σε  καθεστώς ΦΠΑ, σε συνδυασμό  σωρευτικά :

α) με την πολλαπλή, πλασματική και δημευτική φορολόγηση της κατοχής (ακόμη και απρόσοδης) ακίνητης περιουσίας (ΕΕΤΗΔΕ, ΦΑΠ, Φ.Μ.Α.Π. και ήδη ΕΝΦΙΑ), την πολλαπλή, πλασματική και δημευτική φορολόγηση της κατοχής και χρήσης ΕΑΙ.Χ. (έκτακτη εισφορά στις αντικειμενικές δαπάνες συντήρησης ΕΑΙ.Χ. άνω των 1929 cc και ήδη φόρος πολυτελείας, τέλη κυκλοφορίας, διόδια, φορολογία καυσίμων κ.λ.π.), τον πλασματικό (πολλαπλό) προσδιορισμό του εισοδήματος («τεκμήρια», αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας, απόρριψη δαπανών και προσαύξηση του εισοδήματος, μείωση του αδιάθετου υπολοίπου με πλασματικές δαπάνες, εξωλογιστικός προσδιορισμός κλπ), την έμμεση φορολογία και τις έμμεσες επιβαρύνσεις του εισοδήματος, την αναδρομική (άμεση και έμμεση) φορολόγηση, την κατ’ αποκοπή επιβολή προστίμων και προσαυξήσεων, β) την πολλαπλή, αναδρομική και πλασματική ποινικοποίηση των φορολογικών εν γένει διαφορών και γ) τους απαγορευτικούς/αποτρεπτικούς φραγμούς και περιορισμούς του δικαιώματος παροχής αποτελεσματικής, ορθής, δίκαιης και έγκαιρης δικαστικής (προσωρινής, οριστικής, ένδικα μέσα και αναγκαστική εκτέλεση) προστασίας, που (αντανακλαστικά) απαγορεύουν στους δικηγόρους την απόκτηση (έστω και του υπό δήμευση) εισοδήματος, καθιστούν  (de facto) απαγορευτική την άσκηση του λειτουργήματος.

 Όλα τα παραπάνω παραβιάζουν το δικαίωμα στην περιουσία (Αρ. 17 Σ), τον σεβασμό του ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης (Αρ. 21 & 22 Σ), το δικαίωμα της συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας (οικονομική/ επαγγελματική ελευθερία) (ΑΡ. 5 Παρ.1 Σ),  το δικαίωμα αξιοπρεπούς άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, το δικαίωμα σε δίκαιη και αξιοπρεπή αμοιβή, καθώς και πλειάδα διατάξεων της ΕΣΔΑ . 

 

  1. Η έλλειψη αναλογιστικής μελέτης (συντεταγμένης ή εγκεκριμένης) από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή για την βιωσιμότητα της επιχειρούμενης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης αντίκειται στο Σύνταγμα, σύμφωνα με την πάγια πλέον νομολογία του ΣτΕ (στη Βουλή κατατέθηκαν μόνο «αναλογιστικές προβολές» και μελέτες/εκθέσεις υπηρεσιακών παραγόντων, που σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν αναλογιστικές μελέτες).

 

  1. IV. ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ

Η Δικηγορική μας Εταιρεία με πλούσια εμπειρία στα εργασιακά και  ασφαλιστικά ζητήματα από την πρώτη στιγμή της ψήφισης των μνημονίων το έτος 2010 σε συνεργασία με την πλειοψηφία των οργανώσεων που κινούνται τόσο στο συνταξιουχικό όσο και στον εργασιακό χώρο προσέφυγε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Χώρας , το ΣτΕ προκειμένου να ακυρώσει τις υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ΄ εξουσιοδότηση του 1ου Μνημονίου. Η απόφαση του ΣτΕ μπορεί να ήταν αρνητική με ισχυρή όμως  μειοψηφία που άνοιγε ουσιαστικά το δρόμο ότι σε ενδεχόμενες νέες μειώσεις η νομολογία των Δικαστηρίων θα άλλαζε ριζικά υπέρ των συνταξιούχων. Παράλληλα προσφύγαμε με όλες τις συνταξιουχικές οργανώσεις ενώπιον του Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων για τις παραβιάσεις της Ελληνικής Μνημονιακής Νομοθεσίας ενάντια σε διατάξεις του Ε.Κ.Χ. (Βλέπε τα βιβλία «Η έννομη τάξη των Μνημονίων», εκδόσεις Ελικών, 2011 και «Ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης στην Ελλάδα της κρίσης – Κοινωνικοί και Δικαστικοί αγώνες» εκδόσεις παπαζήση, 2014, του Λουκά Αποστολίδη).

            Η απόφαση της Επιτροπής, που χρησιμοποιείται πλέον ευρέως από τα Ανώτατα Δικαστήρια της Χώρας (ΣτΕ, Άρειος Πάγος) ήταν καταδικαστική για την Ελληνική Πολιτεία. Έτσι από το 2012 και έπειτα σιγά σιγά άρχισε να αλλάζει η νομολογία των Δικαστηρίων ως προς την συντ5αγματικότητα των ρυθμίσεων των Μνημονίων .

            Η πρώτη σοβαρή δικαστική αντίσταση στη διαδικασία φτωχοποίησης των ασφαλισμένων, σε εθνικό επίπεδο ήταν δύο γνωμοδοτήσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τις διατάξεις του ν. 4093/2012 που αφορούσαν τα ειδικά μισθολόγια του Δημοσίου (ένστολοι, γιατροί, καθηγητές, δικαστές κ.λ.π). Η ολομέλεια του ΕΣ έκρινε ότι δεν μπορεί να υπάρξει με το ίδιο νομοθέτημα διπλή επιβάρυνση για την ίδια κατηγορία υπαλλήλων. Παράλληλα η Ολ. του ΣτΕ   με διαδοχικές αποφάσεις που αφορούσαν απόστρατους και εν ενεργεία ένστολους  ακύρωσε τις υπουργικές αποφάσεις που αφορούσαν τόσο αυτές καθ΄ αυτές τις  περικοπές στα ειδικά μισθολόγια όσο και την επιστροφή αναδρομικά αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών. Το ίδιο έκρινε και το μισθοδικείο για τους Δικαστές, αλλά και το Ελεγκτικό Συνέδριο για τους Γιατρούς  του ΕΣΥ και τους Καθηγητές των ΑΕΙ.   

            Δεύτερη σημαντικότατη εξέλιξη που αφορά όλους τους συνταξιούχους των φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης  πλην του Δημοσίου ήταν η δημοσίευση τον Ιούνιο του 2015 των αποφάσεων της Ολ. του ΣτΕ που έκριναν αντισυνταγματικές τις διατάξεις των ν. 4051/2012 και 4093/2012 για τις περικοπές στην κύρια και επικουρική σύνταξη (Βλ. 2287 & 2288 / 2015).

            Επίσης αναμένεται εντός των επομένων μηνών να εκδοθεί απόφαση από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου που κρίνει καθολικά αντισυνταγματική την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων του Δημοσίου. Η υπόθεση έχει ήδη συζητηθεί και σύμφωνα με πληροφορίες μας η Ολομέλεια αναμένεται να κρίνει καθολικά αντισυνταγματικό το εν λόγω μέτρο λόγω της μονιμότητας που έχει λάβει, της διάρκειας και της έντασής του.  Η δικηγορική μας Εταιρεία έχει ήδη καταθέσει ενστάσεις και αγωγές για την επιστροφή της εν λόγω εισφοράς.

            Παράλληλα το ίδιο Δικαστήριο για λόγους ισότητας αναμένεται να κρίνει και για τους συνταξιούχους του Δημοσίου,  όπως έπραξε το ΣτΕ για τους συνταξιούχους  των άλλων φορέων κοινωνικής ασφάλισης,  αντισυνταγματικές τις περικοπές στις συντάξεις που έγιναν με τους ν. 4051/2012 και 4093/2012.

            Σημαντικότατη ήταν και η  γνωμοδότηση που εξέδωσε η Ολ. του ΣτΕ σχετικά με το νέο ασφαλιστικό νόμο πριν κατατεθεί στη Βουλή για ψήφιση. Χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς η επισήμανση της Ολομέλειας ότι  οι δημόσιοι υπάλληλοι τελούν υπό διαφορετικές (νομικές) συνθήκες με τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα και, ως εκ τούτου, είναι αντισυνταγματική η ένταξή τους στον  ΕΦΚΑ.

Στα πλαίσια αυτά σας ενημερώνουμε ότι ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη από την Εταιρεία μας δικαστικές διεκδικήσεις που αφορούν την επιστροφή της εισφοράς αλληλεγγύης των συνταξιούχων του Δημοσίου, τις περικοπές στις συντάξεις δυνάμει των ν. 4051/2012 & 4093/2012, καθώς και για τα ειδικά μισθολόγια του Δημοσίου. Επιπλέον η Εταιρεία μας αναμένεται σύντομα να καταθέσει ένδικα μέσα κατά των διατάξεων του νέου ασφαλιστικού νόμου.  (Βλέπε το βιβλίο «Ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης στην Ελλάδα της κρίσης – Κοινωνικοί και Δικαστικοί αγώνες», εκδόσεις Παπαζήση, 2014, του Λουκά Αποστολίδη).

Σχετικά με την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ για το εφάπαξ των συνταξιούχων του Δημοσίου, το οποίο είχε περικοπεί διαδοχικά με τους ν. 4024/2011 και 4093/2012, πράγματι η απόφαση ήταν αρνητική για τους συνταξιούχους καθώς έκρινε νόμιμες τις περικοπές στο εφάπαξ. Υπήρξε ισχυρή μειοψηφία. Η Δικηγορική μας Εταιρεία που είχε παρασταθεί στην εν λόγω δίκη εκπροσωπώντας τόσο φυσικά πρόσωπα όσο και την Π.Ο.Π.Σ, μετά την εξέλιξη αυτή θα προσφύγει στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια προκειμένου το ζήτημα αυτό να επιλυθεί οριστικά και προς όφελος των συνταξιούχων. Η απόφαση αυτή του ΣτΕ, έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις του ΑΕΔ.

            Τέλος, θέλω να επισημάνω σχετικά με τα οργανωτικά, τεχνικά και λειτουργικά στοιχεία του ασφαλιστικού συστήματος τα ακόλουθα:

α) Οι ισχύοντες σήμερα τρεις πυλώνες κύριας σύνταξης αγροτών, εργαζομένων και ελευθεροεπαγγελματιών, αποτελούν δομές που προσφέρουν καλύτερες και αποτελεσματικότερες υπηρεσίες στους ασφαλισμένους παρά ο ενιαίος φορέας κύριας σύνταξης που δημιουργείται με τον νέο νόμο και πιστεύω ότι πολύ σύντομα θα αποτελέσει ένα πολύ μεγάλο γραφειοκρατικό μηχανισμό με υποβαθμισμένες υπηρεσίες προς στους ασφαλισμένους. Αυτό μας διδάσκει η Διεθνής εμπειρία και ότι στην προκειμένη περίπτωση η συγκεντροποίηση των υπηρεσιών θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα παρά θα λύσει.

β) Σχετικά με τα ποιοτικά στοιχεία του συστήματος που αφορούν τους ενιαίους κανόνες σε άνισες καταστάσεις, τη βιωσιμότητα του συστήματος που περιορίζεται μονάχα στις εισφορές κ.α. πολύ σύντομα θα αναδείξουν νέα προβλήματα και την αναποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων.

γ) Να επισημάνουμε επίσης  τα μείζονα προβλήματα, που η κοινωνία μας αντιμετωπίζει: γήρανση του πληθυσμού μας, εισφοροδιαφυγή,  ανεργία, ύφεση που συρρικνώνει την παραγωγική βάση τα τελευταία χρόνια και δυστυχώς δεν αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα και υπευθυνότητα από την Πολιτεία. Δυστυχώς, και οι σημερινές αλλαγές στον νέο ασφαλιστικό νόμο κυριαρχούνται από τη φιλοσοφία των Μνημονίων για περικοπές και μειώσεις εισοδηματικές, οι οποίες οδηγούν τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας στη φτωχοποίηση.

Λοιποί Σύνδεσμοι